Μια αυγή.
Κάθεται η καρδιά κι ακούει.Στέρεψε στο φως των αστεριών το αίμα. Τα πήρε ο άνεμος μαζί του.
Σάλευαν στεναγμοί και πληγές και βλέμματα κρυμμένα.
Στα παραμύθια μέσα στα κάστρα ακούγονταν ψαλμοί αγγέλων, κι ανθίζανε τα ρόδα.
Φυσούσαν μέσα μου χίλιοι θεοί. Κι άλλοι τόσοι διαόλοι ξέσκιζαν τις σάρκες του ονείρου.
Τραγουδούσαν τα τζιτζίκια, κι εκείνο το μονότονο τραγούδι των γρύλων κατασπάραζε τη χιλιόχρονη σιωπή.

Στα σκουλήκια της υγρής γης έφτυσα όρκους και πρόδωσα τις πεθυμιές της νιότης.
Να καταλάβαινα τι μου λες όμορφη βιόλα…
Το νερό κουβαλούσε τη νοτισμένη σκόνη του τοπίου.
Τα ζωντανά λουφάξαν στις φωλιές τους.
Άγρια αερικά ξεπρόβαλλαν απ’ τις σπηλιές, ο άνεμος φυσούσε σαν ένας ρυθμός αιώνιος ακύκλωτος, και τα δυνατά φτερά των αετών ξεσπούσαν σε καλπασμούς στην ουράνια διαφάνεια.
Τούτο το πουλί θα πετούσε και χωρίς φτερά.
Χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία μπροστά στο θάνατο.
Κλείνεις τα μάτια και βυθίζεσαι, κυλιέσαι στο άπειρο.


Είχαν αρχίσει τα κρύα κι ο καπνός απ’ τις καμινάδες μπερδευόταν με το φως του πρωινού, κι έφευγε ψηλά σα να ‘θελε να σκεπάσει τα μισόσβηστα αστέρια.
Δροσούλες χρυσαλίζανε γύρω…
Περίμενα να μου φέρει το κλειδί να ξεκινήσω για τα νερά των δακρύων.
Εκεί που τα νούφαρα αιωρούνταν μουλιασμένα, υγρά, πνιγμένα στο αίμα.

Η κραυγή που θα με μαρτυρούσε θα ‘βγαινε σαν βέλος από μέσα μου να σκίσει την ήσυχη αυγή, να την ματώσει, να καρφωθεί σαν την δύναμη του βοερού χάους ίσια στην καρδιά της ψηλής αροκάριας.
Νεκρά φύλλα με τριγυρνούσαν καθώς πέφτανε στη γη.
Είχα στα χέρια μου μια κούπα κόκκινο κρασί, κι ένα καρφί μισοστραβωμένο.

Γιώργος Χρηστάκης