Ρίξτε τούτο το ρόδο στη φωτιά…
Αφήστε τ’ άρωμά του να καεί… μην πείτε λέξη.... μόνο να καεί..
Μια βαριά σκιά διακοσίων χρονών με σκεπάζει, και τα μάτια λαχταρούν να βρουν τα χέρια της τα βρώμικα, τα σκοτεινά.
Κι ούτε να το κοιτάξετε. Χωρίς ανάσα… φτύστε τον αέρα καταγής.. Να καεί αφήστε το..
Φώναξε πάλι δυνατά… ρίξτε τούτο το ρόδο στη φωτιά, και τ’ αηδόνι σώπασε κι έκλεισε τις φτερούγες, σα να μην ήθελε ν’ αφήσει το ξημέρωμα να ‘ρθει.
Βάτος καιόμενη, άρμεξε τ’ απαλά τριάντα του φύλλα...... γέμισε ο κήπος μυρωδιές…..
Κι έκανε μια με χέρι από σίδερο, και σκόρπισε χίλια κομμάτια τον καθρέφτη…
Σκοτάδι έπεσε πυκνό.
Κι ένας αέρας γελαστός τις στάχτες του ρόδου πήρε μακριά, ως πέρα στην καρδιά του σκότους.

Η νύχτα σκέπαζε το υγρό λιβάδι, σαν μαύρο σεντόνι μεταξένιο ζεστό.

Γιώργος Χρηστάκης