Υπήρξε ο πλέον τραγουδισμένος έλληνας ποιητής. Ναυτικός, σκληραγωγημένος από την αλμύρα, δαρμένος και θωπευμένος από τη γητεία της θάλασσας, ο Νίκος Καββαδίας, με την επίρρωση της μουσικής του Θάνου Μικρούτσικου, έγινε το σύμβολο της ελευθερίας, του ταξιδιού και του ανεξερεύνητου.
Αν για τους νέους της Αμερικής το On the Road του Τζακ Κέρουακ έγινε η θρυαλλίδα μια ονειρικής επανάστασης, για τους δικούς μας ο Καββαδίας έγινε η οδός της διαφυγής. Ωστόσο, φαίνεται πως ο ίδιος είχε τις δικές του πικρίες που τον δέσμευαν στη στεριά.

Οταν ο Καββαδίας ήταν είκοσι ετών τον είχε ερωτευτεί μια πενηντάχρονη. Εκείνος την απέρριψε κι αυτή τον καταράστηκε.

Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Μήτσου Κασόλα, ο Καββαδίας είχε πει στα τελευταία του χρόνια για τον έρωτα: «Τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα. Ίσως τον φοβόμουνα, γιατί όχι; Και χθες πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι… μια γυναίκα που μου ᾽πε μια φορά: ”Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!” Και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό. Ήμουνα εγώ είκοσι, αυτή ήταν πενήντα.
Εντούτοις, αυτό δεν τον απέτρεψε να στείλει μια σειρά ερωτικών γραμμάτων στην Θεανώ Σουνά που υπήρξε ο άδοξος έρωτας του ποιητή Νίκου Καββαδία με την κατά πολύ νεότερή του Θεανώ Σουνά, και τον ενέπνευσε να της γράψει μια σειρά ερωτικών επιστολών αλλά και ποιημάτων που αναφέρονταν με έμμεσο τρόπο σ' αυτήν.

Σε ένα εξ αυτών που το υπογράφει ως «Κόλιας» (έτσι τον έλεγαν, άλλωστε, οι φίλοι και γνωστοί) της γράφει:

"Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο με κατέβασε στο λιμάνι.
Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου ήταν η «ώρα» σου.
Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου. Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης: Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει. Σα να ‘χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος, όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του.
Κόκκινο της Πομπηίας Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερό δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό.
Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει δόξα στο κρύσταλλο.
Πληγή από κοπίδι κινέζικο. Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα. Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου Σε αγκαλιάζω".


Κόλιας

Πηγή: https://www.andro.gr/