Το μόνο εντυπωσιακό πάνω του ήταν πως δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό. Ήταν αδύνατον να μαντέψεις από την εμφάνισή του το τι έκρυβε αυτός ο άνθρωπος πίσω από το χλιαρό του χαμόγελο και τα βαριεστημένα μάτια του. Έβαλε το πακέτο με τα χαρτονομίσματα που του χε δώσει η ταμίας στην τσάντα στον ώμο του κι έφυγε από την τράπεζα χωρίς βιασύνη. Έκανε ζέστη σήμερα για πλεκτό πουλόβερ και χοντρό τζην, αλλά ο Φώτης είχε συνηθίσει να ζει σε πολύ πιο ζεστό κλίμα και τα χοντρά ρούχα δεν τον ενοχλούσαν καθόλου. Με διακόσια εκατόευρα στην τσέπη οι περισσότεροι άνθρωποι θα ένιωθαν άβολα, μα για αυτόν ήταν κάτι τόσο καθημερινό όσο το να βουρτσίζει τα δόντια του το πρωί. Δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κάρτες, δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή του δάνειο, δεν χρωστούσε δεκάρα σε κανέναν. Και στα τριάντα δύο του μπορούσε αν ήθελε να αγοράσει δικό του αεροπλάνο. Όχι πως είχε γεννηθεί πλούσιος, οι γονείς του ήταν δάσκαλοι σε ένα παρακμιακό ελληνικό σχολείο στο Κάιρο. Είχε μεγαλώσει σε ένα μικρό τυπικό διαμέρισμα πάνω από τη στοά των μπαχαρικών, μια συγκυρία που είχε αναπτύξει ακόμα περισσότερο την έμφυτη οσφρητική ιδιοφυία του. Αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να μυρίσει σαν κυνηγόσκυλο. Και πάλι όμως δεν ήταν αυτό που τον έκανε τόσο μοναδικό και τόσο ακοπίαστα πλούσιο. Ο νεαρός κύριος Βεργιάς είχε γίνει πάμπλουτος σχεδιάζοντας φιγούρες κακών για ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ήτανε ένα ταλέντο που είχε ανακαλύψει από πολύ νωρίς και το είχε εξασκήσει στο έπακρο. Και δεν αρκούταν στη φαντασία του για την απόδοση των χαρακτήρων του. Είχε βρει το δικό του τρόπο να κάνει τις εκφράσεις των ηρώων του τόσο ρεαλιστικά κακές που θα τους ζήλευαν οι πιο στυγεροί εγκληματίες του κόσμου. Τα τελευταία εφτά χρόνια, σχεδόν κάθε Κυριακή ανελλιπώς επισκεπτόταν  ψυχιατρεία που φιλοξενούσαν εξαιρετικά βίαιους και επικίνδυνους σχιζοφρενείς. Λάδωνε νοσοκόμους για να τον αφήνουν να φωτογραφίζει και κάποιες φορές και να βιντεοσκοπεί τροφίμους σε κατάσταση κρίσης. Είχε δει αμέτρητες φορές συμπαθητικούς ή και όμορφους ανθρώπους να μετατρέπονται μπροστά στα μάτια του σε τρομακτικά τέρατα. Όλα ήταν θέμα έκφρασης. Μάλιστα είχε τόσο εντυπωσιαστεί από την επίδραση που είχαν οι εκφράσεις του προσώπου στον τρόπο που σε βλέπουν οι άλλοι ώστε είχε αρχίσει να το χρησιμοποιεί αυτό και ο ίδιος στη ζωή του. Είχε μάθει πώς να αλλάζει με τέτοιον τρόπο το πρόσωπό του ώστε να περνάει εντελώς απαρατήρητος, ή να γίνεται το επίκεντρο της προσοχής, ή να δημιουργεί φόβο στους άλλους, ακόμα και να ρίχνει στο κρεβάτι όποια γυναίκα επιθυμούσε. Και επιθυμούσε χωρίς διάκριση τον μισό γυναικείο πληθυσμό τουλάχιστον, ορμώμενος τις περισσότερες φορές όχι από την εμφάνιση ή από την ηλικία αλλά από τη μυρωδιά και τις εκφράσεις τους. Μια ωραία αποκαλυπτική μυρωδιά και μια αθώα έκφραση τον έκαναν τούρμπο. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο του γωνιακού σαντουϊτσάδικου τον κοίταξε επίμονα καθώς άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου του και πετούσε το τσαντάκι του στο κάθισμα του συνοδηγού.
    «Εσένα θα σε έχω στα υπόψην», μουρμούρισε μόνος του πάνω από το τιμόνι κι άναψε τη μηχανή.  
   Η μονοκατοικία κοντά στο δάσος Χαϊδαρίου ήταν στην κυριολεξία πνιγμένη στο πράσινο, κάπως απόμακρη από τα γειτονικά σπίτια, ένα παλιό πέτρινο δίπατο με ξύλινα πατζούρια και σκαλιστά κάγκελα στα δυο μικρά του μπαλκόνια. Έμοιαζε να χε μείνει έναν αιώνα πίσω από το χρόνο γύρω της. Μια πέτρινη σκαλίτσα με μαρμάρινη ταλαιπωρημένη κουπαστή ανέβαινε στην κεντρική είσοδο. Από κάτω της, ξεχασμένη και σκουριασμένη από χρόνια μια κοντή σιδερένια πόρτα κατέβαινε κάτω στην ξυλαποθήκη, την κάβα και το κελάρι. Ο Φώτης πάρκαρε στη μισοφαγωμένη ψηφιδωτή αλέα στα δεξιά του σπιτιού  και πέρασε σκύβοντας κάτω από τα κλαδιά της αγαπημένης του κλαίουσας για να ανέβει τρέχοντας τα γνώριμα πέτρινα σκαλοπάτια. Η μόνη εξωτερική προσθήκη που είχε κάνει ενάμιση χρόνο τώρα που έμενε στο σπίτι ήταν η ολοκαίνουρια βαριά πόρτα ασφαλείας στην κεντρική είσοδο. Από μέσα όμως, το σπίτι είχε ανακαινιστεί προσεκτικά. Είχε σεβαστεί αρκετά το παλαιικό ύφος του χώρου, με τις γύψινες διακοσμήσεις στο ταβάνι, τα τεράστια τζάκια του, την ξύλινη σκάλα που έτριζε σε κάθε σκαλί και τις σκοτεινές σαν πύλες καμάρες στους διαδρόμους, αλλά στον επάνω όροφο που βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα, το γραφείο και το σχεδιαστήριό του έμοιαζε σαν να έμπαινες σε διαφορετικό σπίτι. Διχασμένο κι αυτό σαν τον ιδιόρρυθμο ιδιοκτήτη του, άλλαζε από τον βαρύ επιδεικτικό ρομαντισμό στον απέριττο τεχνολογικό μινιμαλισμό. Ήταν η φωλιά του. Η φωλιά του άκακου κτήνους.
   Η διαδικασία του ξεμασκαρέματος συνήθως άρχιζε από τον καλόγερο πίσω από την είσοδο, που θα φορτωνόταν παλτά, μπουφάν, καπέλα, ομπρέλες και τσάντες. Κατόπιν ο Φώτης θα πήγαινε κατευθείαν στην πίσω μπαλκονόπορτα δίπλα στην σκάλα και απέναντι από την κουζίνα για να βγάλει τα παπούτσια του και να φορέσει τις παντόφλες του. Μετά από τη σκάλα θα ανέβαινε στον πάνω όροφο, στην κρεβατοκάμαρά του, όπου τα ρούχα που φορούσε έξω θα αφήνονταν σχετικά άτακτα πάνω στην μεταλλική καρέκλα ή στο κρεβάτι και ρολόγια, κλειδιά, δαχτυλίδια ή ότι άλλο θα έμπαιναν στο ενσωματωμένο στο κεφαλάρι μαύρο κομοδίνο και θα κλειδώνονταν μαζί με όσα μετρητά είχε στο σπίτι. Ο τελευταίος και αποκαλυπτικότερος σταθμός ήταν το μπάνιο, όπου ο Φώτης-για-έξω θα εξαφανιζόταν για να πάρει τη θέση του ο Φώτης-για-μέσα. Εκείνος ο καινούριος Φώτης βγήκε τώρα ολόγυμνος από το μπάνιο τρίβοντας ακόμα με την πετσέτα τις κοκκινωπές μακριές ουρές των μαλλιών του. Κρέμασε την πετσέτα για να στεγνώσει στο μικρό κρυφό μπαλκονάκι έξω από το στεγασμένο αυτόματο πορτόφυλλο  της κάμαρας και στάθηκε μπροστά στον τετράγωνο, χωρίς κορνίζα καθρέφτη να φορέσει το διαμαντένιο σκουλαρίκι της μάνας του και το δερμάτινο κορδονάκι με την υαλοποιημένη πέτρα της ερήμου του πατέρα του. Ήταν κοκκινοτρίχης παντού, με γουρλωτά γαλάζια μάτια κι έναν κραυγαλέα αντιφατικό σωματότυπο, σαν κοκαλιάρης έφηβος που προσπαθεί να γίνει μπόντυ μπίλντερ . Συχνά εκείνα τα δυο αναμνηστικά από τους γονείς του ήταν τα μόνα που φορούσε μέσα στο σπίτι. Ακόμα και τους χειμερινούς μήνες ήταν απίθανο να φοράει κάτι περισσότερο από ένα πολύ φαρδύ μακό, ένα μπόξερ και ένα ζευγάρι κάλτσες. Η θερμοκρασία βέβαια μέσα στο σπίτι δεν κατέβαινε σχεδόν ποτέ κάτω από τους τριάντα βαθμούς. Όταν ο Φώτης θα πρωτοάναβε τη θέρμανση τον Οκτώβριο, δεν θα την έκλεινε πριν το Μάιο. Σήμερα δεν είχε ανάγκη να ντυθεί, οπότε κατέβηκε τινάζοντας ακόμα τα μαλλιά του στην κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο για να φτιάξει φαγητό. Μια παραγινωμένη μπανάνα. Ένα πορτοκάλι με τη φλούδα. Ένα κολοκύθι. Ένα φρέσκο αυγό. Δυο τρεις κουταλιές της σούπας  ανάλατο τυρί κρέμα και μια γενναία δόση ρούμι μπήκαν στο μπλέντερ με μπόλικο μέλι και μια χλωρή κάψα κάρδαμου από ένα γλαστράκι στο μπαλκόνι. Άφησε το παρασκεύασμά του μέσα στην ίδια την κανάτα του μπλέντερ κι έπιασε από το ντουλάπι ένα μεγάλο στριφογυριστό καλαμάκι κι ένα πακετάκι γαλέτες με γεύση ντομάτα και βασιλικό. Αυτό θα ήταν το γεύμα και το δείπνο του για απόψε. Επιτέλους, τώρα μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο ζούσε. Να παίξει με τους κακούς του. Ανέβηκε αργά πάνω, βόλεψε τον κώλο του στη χαμηλή δερμάτινη πολυθρόνα δίχως μπράτσα και άναψε τον υπολογιστή. Μπήκε στο λογαριασμό του, με το ψευδώνυμό του, Φόβος. Άφησε τα διακόσια δέκα εφτά μηνύματα για τις πρωινές ώρες πριν κοιμηθεί και πάτησε το play στο Death awaits ΙΙ, το παιχνίδι στο οποίο δούλευαν εκείνη την περίοδο τα γραφικά μαζί με τον συνεργάτη του, τον Silver Swan. Ο SS δεν ήταν συνδεδεμένος ακόμα, οπότε τον περίμενε καρτερικά ρουφώντας τον μεθυσμένο χυλό του και κριτσανίζοντας πολύ προσεχτικά μια γαλέτα μέσα στον δίσκο του. Σεργιάνισε για λίγο στην είσοδο της πρώτης πίστας. Έψαξε για μικρολεπτομέρειες που μπορεί να του χε κρύψει ο συνεργάτης του για να τις βρει ή για ψεγάδια στα γραφικά. Όχι, όλα ήταν γνώριμα και ομαλά. Πήγε και ξύπνησε τον Γκοργ από τον τάφο του και μουρμούρισε μαζί του τα γεμάτα ασίγαστο μίσος λόγια της εκδίκησης που ετοίμαζε για την Πριγκίπισσα Βίρυλ. Μιμούταν κάθε κίνηση και έκφραση του κερασφόρου του ζωόμορφου τέρατος, ή μάλλον εκείνο μιμούταν τις εκφράσεις του Φώτη. Έφτυσαν μαζί στο γυαλιστερό σαν καθρέφτη πάτωμα και έσφιξαν με την ανάμνηση του πόνου το σημάδι στην καρδιά που τους είχε αφήσει στο πρώτο επεισόδιο το σπαθί της.
   «Ζω μόνο για να σου διδάξω τον θάνατο», γρύλισε πάνω από το κεφάλι της παγωμένης κοιμισμένης Βίρυλ το τέρας.
   Τα βλέφαρά της πετάρισαν. Πετάχτηκε αστραπιαία από το μαρμάρινο κοιμητήρι της. Η δερμάτινη στολή της γυάλισε φανερώνοντας τις επιθετικές καμπύλες της στο σκοτάδι. Έπιασε το κοντό σπαθί στο πλάι της. Έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε σε απόσταση ασφαλείας μακριά του.
   «Είμαι πρόθυμη να μάθω αυτό που εσύ ήδη ξέρεις», γέλασε κοροϊδευτικά με την βαθιά επιτακτική φωνή της η Πριγκίπισσα του Απόλυτου και άρχισε να τρέχει στην πίστα.  
   Η αδρεναλίνη έσπρωξε βίαια το αίμα στις φλέβες του Φώτη και στάλες ιδρώτα σχηματίστηκαν σαν σταλακτίτες και κύλησαν να βρουν το νωπό έδαφος στο τρίχινο δάσος του κορμιού του.
   «Θα σε πιάσω, το ξέρεις», πάγωσε το σβέρκο της η ανάσα του Γκοργ και η δύναμή της μειώθηκε απότομα.
   Την κυνήγησε σε παγωμένες λίμνες από πρωσικό μπλε, σε ομίχλες φτιαγμένες από πινελιές λευκού πάνω στο μαύρο, σε αναθυμιάσεις ρευστής ώχρας γύρω από δίχρωμους απολιθωμένους κορμούς, μέσα σε αεικίνητα επαναλαμβανόμενα ασημιά κύματα. Δάση, βουνά, οχυρά, αρχαίες γέφυρες που οδηγούσαν σε κρυφά μέρη. Πάλεψε με στρατιώτες του Απόλυτου, με ζωντανά βράχια, με φαντάσματα, πληγώθηκε, βρήκε ανείπωτα μυστικά που του έδωσαν ξανά τη δύναμή του. Στη Γέφυρα του πίσω-μπρος τον άφησε πολύ πίσω, κι είχε όλο τον καιρό να ετοιμάσει τις παγίδες της μέσα στον κατεστραμμένο ναό. Αφού το τέρας κατάφερε να ξεφύγει από τη χρονική δίνη της γέφυρας μπήκε διστακτικά κάτω από τον γκρεμισμένο θόλο. Ένας γαλαξίας στροβιλιζόταν ακίνητος στον ουρανό του Απόλυτου. Τα τεράστια ξυπόλητα πόδια του άγγιζαν χαλίκια και σπασμένες πλάκες στο έδαφος. Τα περίπλοκα μεταλλικά του κέρατα έλαμψαν στο σκοτάδι  φανερώνοντας πάνω τους σημάδια σαν χαραγμένα γράμματα. Έτριξαν ανατριχιαστικά τα φονικά σουβλερά του δόντια. Η εικόνα του αναβόσβησε για μια στιγμή.
   «Όχι, γαμώτο, όχι τώρα!», ούρλιαξε ανεξέλεγκτα ο Φώτης νομίζοντας πως θα έπεφτε το ρεύμα.
   Το ρεύμα συνέχισε τη φυσιολογική ροή του. Το σπαθί γυάλισε καθρεφτίζοντας θηριωδία στο ζωώδες πρόσωπο. Άκουσε μια ψαλμωδία, ή προσευχή, ή κάτι ανάμεσα στα δύο ο Φώτης και κατάλαβε πως η διέγερση της σκέψης του είχε σκλαβώσει και το κορμί του πίσω στο σπίτι, πάνω στην πολυθρόνα του. Το τέρας του βρυχήθηκε. Αντιλάλησαν οι αιώνιοι τοίχοι γύρω του και αμέσως κατάλαβε από πού θα έβρισκε την έξοδο. Έτρεξε λαχανιασμένος σε γλιστερά υγρά λιθάρια. Βλάστηση έμπαινε μέσα στο μισογκρεμισμένο χτίσμα θέλοντας να το καταπιεί. Βρήκε το ιερό του ναού και το προσκύνησε και ένα υπέρλαμπρο φως τον έλουσε με αμέτρητα μικροσκοπικά αστέρια. Μπροστά στα μάτια του το τέρας του εξελίχθηκε σε κάτι άλλο.
   «Τι σκατά κάνεις SS;», έσπειρε λίγα τρίμματα γαλέτας πάνω στο πληκτρολόγιο το στόμα του Φώτη.
   Πήγε στο μενού αμέσως και έκανε έξοδο. Αυτή την πίστα δεν την είχε ξαναπαίξει ποτέ. Ποιος στο διάολο νόμιζε πως ήταν ο Silver Swan να αλλάζει το πρόγραμμα χωρίς να τον ρωτήσει;
   Ο Φώτης έμεινε αμήχανος μπροστά στην οθόνη του για ώρα. Τι θα έκανε τώρα; Μπήκε να διαβάσει τα μηνύματά του. Σε μερικά απάντησε. Είπε να γράψει στον Silver Swan αλλά το μετάνιωσε. Ηλίθιος εγωισμός! Το φαγητό του τελείωσε κι ακόμα δεν ήταν ούτε δώδεκα το βράδυ. Γιατί είχε αλλάξει την πίστα ο SS; Πώς είχε καταφέρει να του αλλάξει το τέρας του; Τι άλλο ακόμα άραγε σκόπευε να κάνει έτσι και ο Φώτης συνέχιζε το παιχνίδι; Σηκώθηκε πολύ αργά και διστακτικά από τη θέση του. Ο κώλος του ήταν ιδρωμένος. Ακόμα δεν είχαν καν μουδιάσει τα πόδια του. Αυτός ο μικρός μπάσταρδος πήγαινε να του φάει τη δουλειά. Μάλλον θα ταν κανένα αμούστακο ακόμα εικοσάχρονο computer freak που είχε εκμεταλλευτεί τόσους μήνες τις γνώσεις του για να τον υποσκελίσει. Και τι τον ένοιαζε; Είχε ψωμί η δουλειά για να φάνε όλοι. Εξάλλου είχε επίγνωση του πόσο αναθεματισμένα καλός ήταν.
   Τη στιγμή που έπεφτε ολόγυμνος στο κρεβάτι του συνειδητοποίησε τελικά τι ήταν αυτό που τον είχε πειράξει. Εμπιστευόταν τον Silver Swan, αν κάποιος υπήρχε που να τον θεωρεί φίλο ήταν εκείνος. Και τώρα τον πρόδιδε με τον χειρότερο τρόπο, επεμβαίνοντας στο σχεδιασμό του και αλλάζοντάς τον κατά τη θέλησή του.
   Δεν μπήκε στο παιχνίδι όλη την υπόλοιπη νύχτα από φόβο πως ο Γκοργ του δεν θα ταν πια δικός του. Δεν κοιμήθηκε παρά μόνο μια ώρα, κάπου ανάμεσα στις οχτώ με δέκα το πρωί, ωστόσο, έμεινε στο κρεβάτι μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα. Σήμερα ξεκινούσε το Φεστιβάλ Κόμικς στο Γκάζι. Μήνες τώρα το προγραμμάτιζε να πάει. Είχε ακόμα και χάρτη των περιπτέρων.
   «Σκατά στα μούτρα της Βίρυλ», έπεισε τον εαυτό του τελικά και σηκώθηκε να ντυθεί για να πάει στο φεστιβάλ.
   Είχε σκοπό να αγοράσει τα μισά κόμικς εκεί μέσα, και αυτό θα έκανε. Δεν χρειαζόταν να αλλάξει εμφάνιση γι αυτό. Θα πήγαινε όπως ήταν. Ούτε περούκες με σαχλά κοντά μαλλάκια, ούτε φακοί επαφής, ούτε στιτς, ούτε μακιγιάζ ούτε τίποτα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η πραγματική του εμφάνιση ταίριαζε απόλυτα. Στην τελική δεν ήταν και κανένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο. Ένας σχεδιαστής γραφικών ήταν, τίποτα το αξιοθαύμαστο.
   Μέσα στο αυτοκίνητο τον τριβέλιζε η σκέψη να είχε κάποιον να πάνε στο φεστιβάλ μαζί. Ήταν κάτι που είχε αρχίσει να το σκέφτεται από το προπέρσινο καλοκαίρι, από τη στιγμή που είχε αγοράσει το δικό του σπίτι δηλαδή. Όλες οι γυναίκες που είχαν βρεθεί δίπλα του ήταν στην ουσία μοναχά ένα κρεβάτι και τίποτε άλλο. Η πιο μακρόχρονη σχέση που είχε ποτέ ήταν με μια συμφοιτήτριά του στο τμήμα Αρχιτεκτονικής στο Κάιρο, κι είχε κρατήσει περίπου έναν χρόνο. Σαν να λέμε μια ολόκληρη ζωή. Δεν ήταν πως δεν ήθελε, μπορεί κάποτε να το πίστευε αυτό αλλά σιγά σιγά είχε καταλάβει πως απλώς αυτά που δεν έφτανε τα έκανε κρεμαστάρια. Μπορούσε άνετα να γοητεύσει μια γυναίκα, όποια γυναίκα ήθελε. Μπορούσε να περάσει μερικές ώρες έντονης δράσης και ικανοποίησης μαζί της, όμως έμοιαζε να είναι αδύνατον να καταφέρει να κρατήσει κάποια από αυτές στη ζωή του. Είχε μάθει να αποχωρεί βιαστικά πριν τον απορρίψουν. Δεν θυμόταν να είχε ερωτευτεί ποτέ, εκτός ίσως από τη μάνα του στο νηπιαγωγείο και τη δωδεκάχρονη κόρη του αρωματοπώλη στη γειτονιά των παιδικών του χρόνων. Εκείνο το κορίτσι μύριζε πραγματικά μαγευτικά. Κατάφερνε μέσα σε όλα εκείνα τα μπουκάλια με αρώματα και τα κασόνια με λιβάνια να επιβάλει τη δική της μυρωδιά στο μικρό μαγαζί. Τη μυρωδιά της σπαρταριστής, λάγνας κι αθώας συγχρόνως, εφηβείας. Νόμισε πως τη μύριζε ακόμα. Είχε χαθεί στις σκέψεις του κοιτώντας το παρμπρίζ μηχανικά, όταν μια στραβοτιμονιά παραλίγο να τον βγάλει από το δρόμο. Το αυτοκίνητο πίσω του του κόρναρε νευρικά. Μια μοτοσικλέτα τον προσπέρασε κι ο οδηγός της άπλωσε το χέρι του και σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αισχρή οδήγηση του Φώτη. Άφησε, σαν για να εξιλεωθεί, το πίσω αυτοκίνητο να τον προσπεράσει.
   Μέχρι να φτάσει από το πάρκινγκ στο χώρο της έκθεσης με τα πόδια είχε νυχτώσει. Του κακοφάνηκε που δεν είδε αρκετό κόσμο. Η νεολαία δεν διάβαζε κόμικς πια, μονάχα έπαιζε ηλεκτρονικά. Πιο μικρός μπορεί να το επικροτούσε αυτό, σκεπτόμενος το προσωπικό του κέρδος, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε, τουλάχιστον στη σκέψη του, κάνει στροφή προς το έντυπο. Κάποτε είχε τσακωθεί με έναν συμφοιτητή του και του είχε πετάξει κατάμουτρα μια φράση που είχε γίνει ανέκδοτο.
   «Εγώ θα φτιάχνω τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που σε λίγα χρόνια θα αποβλακώνουν τα παιδιά σου».
   Ήταν ίσως το χειρότερο πράγμα που είχε πει ποτέ, κι ένα από τα λίγα που μετάνιωνε όλο και περισσότερο.
   Έμεινε στην έκθεση λίγο λιγότερο από πέντε ώρες, έχοντας προγραμματίσει ακριβώς τη σειρά των περιπτέρων που θα επισκεπτόταν. Αγόρασε περίπου τριακόσια εξήντα κόμικς, λίγο λιγότερα από όσα υπολόγιζε και χάλασε λίγο περισσότερα από δύο χιλιάρικα. Πλήρωσε κάποιον για να τα μεταφέρει ως το αυτοκίνητο και γύρω στα μεσάνυχτα κατευθυνόταν αισίως προς τη φωλιά του. Τη στιγμή που περνούσε έξω από το γωνιακό σαντουιτσάδικο είδε πως έκλεινε εκείνη την ώρα. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο αποχαιρέτησε την δεύτερη υπάλληλο, κλείδωσε από μέσα και χάθηκε σε κάποια πόρτα του μαγαζιού, πιθανόν αποθήκη ή τουαλέτα. Ο Φώτης είχε αόριστα σχεδιάσει ακόμα και την πιθανότητα να κοιμόταν απόψε μαζί της. Δεν έχανε και τίποτα να δοκιμάσει, στη χειρότερη περίπτωση απλά θα καθυστερούσε πέντε λεπτά. Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο και κόλλησε την παλάμη και το κούτελό του στο τζάμι. Της έκανε νόημα όταν ξαναβγήκε από το μπάνιο. Έκανε με το χέρι μια αστεία χειρονομία πάνω στην κοιλιά του σαν να της έλεγε «έλεος, πεινάω». Η κοπέλα χαμογέλασε και του άνοιξε. Έξω στο δρόμο είχε αρκετή κίνηση ακόμα.
   «Λυπάμαι, μα έχω κλείσει το ταμείο», του είπε, παρόλο που του είχε ανοίξει την πόρτα.
   «Ωραία, θα φας καλά σήμερα», σκέφτηκε ο Φώτης και την κοίταξε σκεφτικός και σοβαρός για λίγο, σαν να χε προβληματιστεί πολύ.
   «Δεν σου χει μείνει κάτι, οτιδήποτε; Στο πληρώνω και το χτυπάς αύριο, αν είναι τόσο απαραίτητο», έβγαλε το φουσκωτό πορτοφόλι του ο Φώτης, χωρίς όμως να της το χώσει κάτω από τη μύτη επιδεικτικά.
   «Δυστυχώς, ότι μας μένει στο τέλος το πετάμε», τον κοίταξε απολογητικά, λες κι ήταν υποχρεωμένη να καλύψει πάση θυσία τις διατροφικές του ανάγκες.
   «Υπάρχει ένα τυροπιτάδικο λίγο πιο πάνω», του έδειξε προς την κατεύθυνση από όπου είχε έρθει.
   «Έχει κλείσει κι αυτό», κούνησε το κεφάλι του ο Φώτης κι έκανε πως πάει πάσο.
   «Τέλος πάντων, σε ευχαριστώ, καλό βράδυ, μη σε καθυστερώ κιόλας», έπαιξε μπλόφα και μέτρησε λίγα δευτερόλεπτα πριν γυρίσει να φύγει.
   «Υπάρχει κι ένα μικρό εστιατόριο λίγο πιο κάτω, εκεί, στο στενό μέσα», έδειξε με το χέρι της η κοπέλα και βγήκε ένα βήμα έξω από το μαγαζί για να τον βοηθήσει.
   Κοίταξε την πόρτα με τα κλειδιά πάνω ασυνείδητα και οι προθέσεις της, έστω κι αν εκείνη δεν το ήξερε ακόμα, έγιναν ολοφάνερες στα μάτια του Φώτη.
   «Μια στιγμή να πάρω την τσάντα μου και να κλείσω και θα σου δείξω», του έκανε νόημα να περιμένει.
   «Να δεις τι θα σου δείξω εγώ μεζεδάκι μου», έκλεισε τα μάτια από ικανοποίηση εκείνος και χαμογέλασε ευγνώμων.
   Η κοπέλα έβαλε το συναγερμό και κλείδωσε και τον πλησίασε προς την άκρη του πεζοδρομίου που είχε σταθεί, έξω από το αυτοκίνητό του. Τον άγγιξε απαλά στο μπράτσο καθώς άπλωνε το άλλο χέρι για να του υποδείξει την κατεύθυνση.
   «Να σαι καλά, κούκλα μου», έριξε τη δεύτερη μπλόφα για να ανεβάσει το στοίχημα.
   Την άφησε και έκανε το γύρω του αυτοκινήτου. Έκατσε πίσω απ το τιμόνι κι έκλεισε βιαστικά. Τώρα τα έπαιζε όλα για όλα. Κατέβασε το τζάμι του συνοδηγού κι έσκυψε προς το μέρος της. Ασυναίσθητα έσκυψε κι εκείνη και τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι. Είχε απογοητευτεί χωρίς να ξέρει κι ίδια γιατί. Ώστε δεν είχε σκοπό να της την πέσει; Κρίμα, ήταν χαριτωμένος. Την κοίταξε για λίγες στιγμές αμήχανα, κάνοντάς την να νοιώσει κι εκείνη αμηχανία και να συνειδητοποιήσει επιτέλους πως ήθελε να μπει μέσα στο αμάξι δίπλα του.
   «Θα θελες να πάμε να φάμε μαζί; Αν έχεις χρόνο, δηλαδή», έκανε την τελευταία του κίνηση ο Φώτης και περίμενε την επιβεβαίωση του νόμου των πιθανοτήτων.
   Με μια γυναίκα δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος για το επόμενο βήμα. Κι αυτό γιατί και εκείνες δεν είναι σίγουρες για το αν θα κάνουν το βήμα μέχρι να το κάνουν. Εκείνη το έκανε. Καθώς βολευόταν στο κάθισμα, είπε το πιο παράλογο πράγμα που θα μπορούσε να πει.
   «Δεν τρώω το βράδυ, κάνω δίαιτα».
   Ο Φώτης σάστισε από τον απίστευτο παραλογισμό της στιγμής αλλά αμέσως χρησιμοποίησε το ατού υπέρ του.
   «Τι να την κάνεις τη δίαιτα; Είσαι τέλεια έτσι όπως είσαι».
   Το κορμί της ήδη ανέδυε κύματα γλυκιάς κάβλας.
  «Έννοια σου και θα σε χορτάσω εγώ μια χαρά απόψε πεινασμένο μου κοριτσάκι. Θα σε ταΐσω με σάρκα», σκέφτηκε από μέσα του και της έσφιξε το χέρι για να συστηθεί.
   «Με λένε Φώτη».
   «Εμένα Γιάννα, χάρηκα πολύ», του έσφιξε το χέρι κι εκείνη, νιώθοντας χαρούμενη και ασφαλής και απόλυτα ικανοποιημένη που τον είχε διαλέξει για να περάσει τη νύχτα μαζί του.
   Μέχρι της έξη το πρωί ο Φώτης είχε φάει, είχε πηδήξει, είχε αποχαιρετήσει στοργικά και φιλικά τη Γιάννα στο διαμέρισμά της και είχε επιστρέψει στο σπίτι του ξεθεωμένος. Μπήκε για λίγο στο λογαριασμό του. Κοίταξε για κάποιο μήνυμα από τον συνεργάτη του. Τίποτα. Ούτε στο παιχνίδι είχε ξαναμπεί από προχθές το βράδυ. Ο SS είχε εξαφανιστεί, λες κι είχε ανοίξει το Σκοτεινό Πηγάδι του Απόλυτου και τον είχε καταπιεί. Με κάποιο ιδιαίτερο ένστικτο αποφάσισε να χαζολογήσει διαβάζοντας μέχρι να πάει οχτώ και μετά πήρε τηλέφωνο τη Νίκη, τη γραμματέα της διευθύντριας προσωπικού που υπέγραφε τις επιταγές πληρωμής του. Την είχε πηδήξει κάποτε κι αυτήν, πριν αρκετά χρόνια. Τώρα ήταν παντρεμένη κι είχε μια μικρή κόρη. Του φάνηκε έκπληκτη και διστακτική όταν τον αναγνώρισε.
   «Θα σε έπαιρνα σε δέκα λεπτά», του είπε με έναν αλλόκοτα σοβαρό τόνο στη φωνή της.
   Ο Φώτης ανατρίχιασε, λες και προαισθάνθηκε τι θα του έλεγε.
   «Πέθανε ο Σπύρος, το έμαθες; Τον κηδεύουν στο τρίτο Νεκροταφείο Πειραιά στις τέσσερις το απόγευμα σήμερα».
   «Ποιος Σπύρος;», ρώτησε ο Φώτης ξέροντας καλά την απάντηση κι ένοιωσε για μια στιγμή απάνθρωπος που δεν είχε φροντίσει ποτέ του να συναντήσει τον άνθρωπο που δουλεύανε τόσες ώρες μαζί τους τελευταίους μήνες.
   «Ο Σαραντής, Σπύρος Σαραντής, ο SS. Θα έρθεις;», τον ρώτησε σαν να μην το πολυπίστευε.
   «Εννοείται, ρε Νίκη. Και βέβαια θα έρθω. Πότε πέθανε; Πώς;»
   «Προχθές το μεσημέρι. Γύρναγε από Θεσσαλονίκη με τη μηχανή. Πρέπει να ένιωσε άσχημα και σταμάτησε σε μια παράκαμψη. Τον βρήκανε το βράδυ, ώρες λέει πεθαμένο, σαν να χε κάτσει δίπλα στη μηχανή να ξεκουραστεί».
   Η Νίκη έκλαιγε και σκούπιζε τη μύτη της με ένα μαντήλι.
   «Τα καημένα τα ορφανά σκέφτομαι, που....»
   Ο Φώτης δεν άκουγε πια. Έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στο κρεβάτι. Έτρεμε. «Προχθές το μεσημέρι», του χε πει η Νίκη. Τότε αυτός με ποιόν έπαιζε μέχρι τις εννιά, δέκα το βράδυ; Πιάστηκε από το νιπτήρα και κοίταξε το αξύριστο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Είχε την έκφραση του Απόλυτου Φόβου. Λες και ο νεκρός SS του έκλεινε το μάτι κι έσκαγε στα γέλια με το παιχνίδι που του χε στήσει.
   «Φόβος; Τι σόι ψευδώνυμο είναι αυτό; Πολλά καρτούν βλέπεις», του είχε γράψει σε ένα από τα πρώτα τους μηνύματα.
   «Γιατί το SS είναι καλύτερο;», τον είχε κοροϊδέψει κι αυτός, κι αμέσως ο πάγος είχε σπάσει κι ήταν σαν να γνωρίζονταν από παλιά.
   Μέσα στα τελευταία δύο εικοσιτετράωρα ο Φώτης είχε κοιμηθεί μόλις μια ώρα, είχε φάει ελάχιστα κι είχε κάνει άφθονη σωματική άσκηση τόσο στην έκθεση όσο και στο κρεβάτι της Γιάννας. Κάποια στιγμή σύντομα θα έφτανε στα όριά του, όμως δεν μπορούσε ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Προσπάθησε να χαλαρώσει με ένα ζεστό μπάνιο διαρκείας και αποκοιμήθηκε τελικά μέσα στην μπανιέρα. Έβλεπε ένα όνειρο. Είχε πάει λέει να βρει τον SS εκεί που είχε σταματήσει με τη μηχανή και τον είδε να κολυμπάει σε μια λίμνη. Έπεσε κι εκείνος μέσα με τα ρούχα και τσαλαβούταγε άγαρμπα προσπαθώντας να τον φτάσει. Όταν τον πλησίασε αρκετά όμως είδε πως δεν ήτανε μόνος του. Η Πριγκίπισσα Βίρυλ τον κρατούσε στην αγκαλιά της και ερωτοτροπούσανε γυμνοί μέσα στο νερό. Κατάλαβε πως έπρεπε να τους αφήσει μόνους τους και γύρισε να βγει πάλι στην όχθη, όμως κάτι τον βάραινε σιγά σιγά και όσο πήγαινε όλο και βούλιαζε περισσότερο. Στο τέλος το νερό του έφτασε πάνω από τη μύτη και τινάχτηκε σπασμωδικά ενώ πνιγόταν. Τινάχτηκε και στην πραγματικότητα ο Φώτης, γλίστρησε ολόκληρος κάτω από το κρύο πια νερό, χτύπησε πόδια και χέρια για να ξαναβγεί στον αέρα. Άκουσε έναν γδούπο κι ένιωσε το δεξί του πόδι να μουδιάζει. Το στόμα και η μύτη του τον έτσουξαν. Τελικά τα χέρια του βρέθηκαν στο πλάι της μπανιέρας κι αρπάχτηκε από κει σαν ναυαγός σε σανίδα. Το πρώτο πράγμα που αισθάνθηκε ήταν η μυρωδιά του αίματος. Το γεύτηκε μέσα στο στόμα του. Ανοίγοντας τα μάτια είδε το αιμάτινο ρυάκι  που έβαφε το νερό κόκκινο και απλωνόταν αργά σαν σταγόνα πηχτής τέμπερας μέσα σε διάφανο ποτήρι με διαλυτικό.
   «Death Awaits. Ο Θάνατος περιμένει.», αυτές οι δυο λεξούλες είχαν καρφωθεί στο μυαλό του σαν δηλητηριώδες κεντρί και τον φαρμάκωναν σιωπηλά.
   Μέσα στο στενό άψογα σχεδιασμένο κουστούμι του έμοιαζε με τσαλαπατημένο σαλιγκάρι σε χρυσό καβούκι. Έφτασε στην είσοδο του νεκροταφείου κουτσαίνοντας  από το χτύπημα στο πόδι και τόσο χλωμός που οι αχνές φακίδες είχαν φουντώσει σαν μικρές εστίες φωτιάς στο πρόσωπό του. Είχε πιάσει απίστευτα σφιχτά τα μαλλιά πίσω από το  κεφάλι του. Πιθανότατα ήθελε να τα ξεριζώσει. Το χείλι του είχε ένα άσχημο κόψιμο από την βίαιη σύνθλιψη ανάμεσα στα δόντια του και την μπανιέρα και τα ούτως ή άλλως γουρλωτά του μάτια είχαν μετατραπεί σε μάτια σαύρας βαμπίρ. Είχε ξεχάσει πώς να αλλάζει εκφράσεις για να φαίνεται σαν κάποιος άλλος. Ή ίσως τόσα χρόνια να είχε ξεχάσει πώς να είναι ο εαυτός του. Στάθηκε νευρικός κάπου απόμακρα από τον κόσμο,  κοντά στην είσοδο της εκκλησίας. Η τελετή είχε αρχίσει. Το μόνο που επαναλάμβανε σαν σατανική εγγραφή το μυαλό του ήταν «Death awaits». Ήθελε να πάει να τον δει, έστω και πεθαμένο, να δει ποιος ήταν τελικά αυτός ο άνθρωπος που ο χαμός του τον είχε επηρεάσει τόσο. Μπροστά στο ιερό, πίσω από το φέρετρο, συγγενείς και φίλοι συγκρατούσαν με κόπο δάκρια, οργή και θλίψη. Μια μαυροντυμένη νέα γυναίκα με ένα μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Μια χλωμή ξανθιά έφηβη αδύναμη σαν τσακισμένο σιτάρι. Ένας νεαρός με κατάμαυρα πολύ μακριά μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα που την κρατούσαν δύο άλλες λίγο νεότερες από τα χέρια. Τόσοι άνθρωποι! Η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα αδέρφια, η μάνα, θείοι, θείες, ξαδέρφια, ανίψια, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι. Η εκκλησία ήταν γεμάτη. «Death awaits», τον χλεύασε πάλι το φάντασμα του SS. Ποιος θα ερχόταν άραγε αν ήταν η δική του κηδεία; Ούτε γονείς, ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι. Φαντάστηκε τη Νίκη και τον ασφαλιστή του, ίσως και την κουτσομπόλα γειτόνισσα δίπλα στο σπίτι του. Η μυρωδιά από τα αρώματα, τα κεριά και τα λιβάνια του έφερε αναγούλα. Τρομοκρατήθηκε στη σκέψη πως βγαίνοντας από την εκκλησία θα μύριζε τα σάπια φέρετρα και τα πτώματα κάτω από το χώμα. Είχε αρχίσει να γίνεται παράλογος. Οι ψαλμωδίες και οι προσευχές σίγησαν. Μουρμουρητά και αναφιλητά ακούγονταν μόνο τώρα. Ο Φώτης έπιασε φευγαλέα την αντανάκλασή του πάνω στο γυαλί μιας  εικόνας. Φόβος έσταζε από το πρόσωπό του, φόβος μεταμφιεσμένος σε δάκρια. Καθώς ο ναός άδειαζε σιγά σιγά τα πόδια του κατάφεραν να ξεκολλήσουν από το πάτωμα και πλησίασε κουταίνοντας το φορτωμένο με λουλούδια φέρετρο. Έμεινε τελευταίος. Στα καθίσματα των συγγενών είχαν μείνει μόνο πέντε γυναίκες. Η μάνα με το μικρό κοριτσάκι, η χλωμή έφηβη, η γριά που έμοιαζε σαν χαμένη και μια ακόμη που την έσφιγγε στην αγκαλιά της και τη βοηθούσε να σηκωθεί. Έσκυψε να φιλήσει τον νεκρό στο μέτωπο. Και τον είδε. Ήταν ένα ήμερο απλό ανθρωπάκι, με καστανά μαλλιά και κοντά περιποιημένα γένια, γύρω στα σαράντα. Ένας άνθρωπος που θα περνούσε απαρατήρητος, κι όμως τον αγαπούσαν τόσοι πολλοί. Η γυναίκα και το κοριτσάκι τον κοίταξαν για λίγο επίμονα, σαν να περίμεναν κάτι από αυτόν. Έμεινε για μια στιγμή σαν χαμένος να κοιτάει με τα μάτια ορθάνοιχτα χωρίς να βλέπει τίποτα. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κάπως λοξά και αφύσικα, σαν να φοβόταν πως ένας κεραυνός θα του έπεφτε στο κεφάλι. Δεν ήταν κεραυνός. Μια ηλιαχτίδα είχε ξεστρατίσει απ το ηλιοβασίλεμα και είχε ερωτευτεί το βιτρό σε ένα παράθυρο της εκκλησίας. Το φως της διαθλούταν σαν χρυσός καταρράκτης κι έλουζε τον Φώτη από την κορυφή ως τα νύχια. Έκανε στροφή απότομα και βγήκε παραπατώντας από το ναό. Ο χρόνος πάτησε το κουμπί της αργής κίνησης. Ο νεαρός με τα μαύρα μαλλιά κάπνιζε κάτω από ένα κυπαρίσσι. Τον κοίταξε κι εκείνος επίμονα.
   «Τι θέλετε από μένα;», κόντεψε να το φωνάξει στα αλήθεια ο Φώτης.
   Ο νεαρός σήκωσε λίγο το αριστερό του χέρι και με την παλάμη του δεξιού έκανε μια κίνηση πάνω στον καρπό του σαν μαχαίρι που θα έκοβε τις φλέβες του.
   «Φώτη!», φώναξε η Νίκη από πίσω του κι ο χρόνος ξανάρχισε να κυλάει κανονικά.
   Ο Φώτης το έβαλε στα πόδια.
   Οδήγησε σπασμωδικά ως το σπίτι του και άρχισε να γδύνεται πριν καν ανοίξει την πόρτα. Έπεσε στο κρεβάτι μπρούμυτα κι έμεινε εκεί ακίνητος, παραδομένος στην κούραση και τη σύγχυση. Η αίσθηση του χρόνου χάθηκε. Ξύπνησε σαν να χε μόλις πριν πέντε λεπτά κλείσει τα μάτια του κι έκανε ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν εφτά το πρωί κι όχι εφτά το απόγευμα. Το στομάχι του τον προειδοποίησε πως χρειαζόταν άμεσα τροφή. Δεν του πρόσφερε παρά μονάχα γάλα με λίγα δημητριακά και ξανάπεσε πάλι στο κρεβάτι υπνωτισμένος. Σηκώθηκε απόγευμα, πιασμένος παντού και πιο κουρασμένος από όσο είχε νιώσει ποτέ. Άραγε τι θα γινόταν αν ξανάμπαινε στο παιχνίδι;
   «Ήρθα να σου διδάξω το Θάνατο», γρύλισε για άλλη μια φορά το τέρας πάνω από την πολεμίστρια, και το κυνηγητό τους ξανάρχισε.
   Μετά από δυο τρεις ώρες παιχνιδιού έφτασε πάλι στον ναό και συνειδητοποίησε την τρομακτική ομοιότητα της σκηνής με την χθεσινή κηδεία. Εκείνος ήταν το τέρας. Οι ψαλμωδίες, η αντανάκλασή του που έδειχνε την φρικτή του μάσκα. Το ιερό, το προσκύνημα, το φως που τον περιέβαλε με ζεστασιά. Το τέρας άλλαξε μορφή, έγινε πιο ανθρώπινο, πέταξε τη μάσκα του μίσους. Δεν ήθελε να μισεί πια, δεν ήθελε να κυνηγάει, ήθελε να βοηθήσει, να σώσει, να αγαπήσει...
   Ο Φώτης είχε αποκοιμηθεί πάλι πάνω στο γραφείο. Ξύπνησε από τον ήχο της επανεκκίνησης του υπολογιστή, όταν μια κίνηση του χεριού του σάρωσε το πληκτρολόγιο. Εφτά και μισή. Ήταν ξύπνιος άραγε ή ονειρευόταν; Σαν κάτι να τον μαγνήτιζε, έσυρε τα πόδια του ως το δωμάτιό του κι έπιασε στο χέρι το τηλέφωνο. Ποιόν έπρεπε να πάρει στις εφτάμισι το πρωί; Μα δεν ήξερε κανέναν που να μπορούσε να του τηλεφωνήσει τέτοια ώρα.
   «Στη δουλειά», αναστέναξε και κάλεσε τον αριθμό του γραφείου της Νίκης.
   Χρειάστηκε να περάσει μισή ώρα περίπου και να καλέσει τον αριθμό δεκαπέντε φορές ώσπου η βραχνιασμένη ακόμα φωνή της γυναίκας να του απαντήσει τυπικά. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά κάποια στιγμή τρόμαξε κι ο ίδιος όταν της έβαλε κυριολεκτικά τις φωνές προσπαθώντας να της αποσπάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε πληροφορίες για την οικογένεια του Σπύρου και στοιχεία επικοινωνίας μαζί τους. Οχτώ και τέταρτο έπαιρνε τον αριθμό του σπιτιού του. Φυσικά και δεν απάντησε κανείς. Με τρία παιδιά σε ηλικία σχολείου ποιος θα μπορούσε να είναι σπίτι εκείνη την ώρα; Παρόλα αυτά επέμεινε, δυο, τρεις, πέντε φορές, ώσπου μια λαχανιασμένη και γεμάτη αγωνία φωνή απάντησε από την άλλη άκρη έτοιμη να κλάψει.
   «Τάσο, αγόρι μου, εσύ είσαι;»
   «Ο Φώτης είμαι», της είπε απολογητικά και η σύντομη σιωπή που ακολούθησε του έδωσε να καταλάβει πως η γυναίκα προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος ήταν.
   «Ναι, τι θέλετε;», τον ρώτησε τελικά.
   «Από πότε λείπει ο Τάσος;», μέτρησε μόνο όσες λέξεις θεωρούσε απολύτως απαραίτητες.
   «Από χθες το βράδυ», η μουδιασμένη απάντηση τον έπεισε πια εντελώς γιατί είχε τόσο βιαστικά επικοινωνήσει με την χαροκαμένη οικογένεια.
   «Πάρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του, όποιον θα μπορούσε να έχει μείνει σπίτι του το βράδυ. Αν ακούσεις κάτι ανησυχητικό πάρε το 166, αμέσως! Έρχομαι από κει, όσο πιο γρήγορα γίνεται».
   Έκλεισε το τηλέφωνο και ντύθηκε τρέχοντας. Η απότομη αλλαγή από τη νωθρότητα στην εγρήγορση τον έκανε να νιώθει σαν να μην ήταν ακριβώς άνθρωπος, σαν να ταν ένα παλαβό καρτούν που έκανε τούμπες και χοροπηδούσε πέρα δώθε. Κουτρουβάλησε τις σκάλες κουτσαίνοντας ακόμη από το προχθεσινό χτύπημα στο γόνατο και μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε βρει τα κλειδιά της παλιάς του μηχανής, είχε πετάξει την κουκούλα της στο χώμα κι έτρεχε σαν τρελός μέσα στην κίνηση για το σπίτι του Σπύρου στο Αιγάλεω. Σε δέκα λεπτά ήταν εκεί, μια παλιά πολυκατοικία βαμμένη ροζ, με αποπνικτικά στενά μπαλκόνια και ετοιμόρροπες κεραίες τηλεόρασης στην ταράτσα. Μόλις πάτησε το κουδούνι η Σάντυ είπε στο θυροτηλέφωνο μόνο μία λέξη.
   «Κατεβαίνω».
   Ακούστηκε μια πόρτα να βροντάει και κλειδιά να κουδουνίζουν, κι ύστερα κοντά τακούνια στις σκάλες. Δε χαιρετήθηκαν, δε μίλησαν, δεν κοιτάχτηκαν καν. Μόλις η γυναίκα ανέβηκε στο μηχανάκι πίσω του του έδειξε με το χέρι ευθεία μπροστά και ο αγώνας ταχύτητας ξανάρχισε. Δεξιά. Αριστερά. Συνέχισε ευθεία. Δεξιά. Δεν χρειάστηκε να του πει πού να σταματήσει. Μερικοί νεαροί και μια ηλικιωμένη στέκονταν και χειρονομούσαν μπροστά σε μια μονοκατοικία. Λίγα μέτρα μπροστά από την είσοδο οι πόρτες του ασθενοφόρου βρόνταγαν υπόκωφα κλείνοντας και η σειρήνα άρχισε να τσιρίζει παράφωνα.
   «Δεν φταίω εγώ», έκλαιγε ένα μαυροντυμένο αγόρι με σκουλαρίκι στο χείλι.
   «Δεν πίστεψα πως το εννοούσε», κούναγε το κεφάλι κι έψαχνε ένα βλέμμα συμπόνιας.
   «Ο Τάσος;», ρώτησε γνωρίζοντας ήδη την απάντηση ο Φώτης και ο νεαρός έγνεψε ναι και έδειξε το ασθενοφόρο που είχε φτάσει δυο τρία τετράγωνα πιο κάτω.
   «Όχι», ψέλλισε η γυναίκα πάνω στην πλάτη του και άρχισε να κλαίει σιγανά.
   «Μη φοβάσαι, προλάβαμε», ήθελε να της πει με μια χωρίς λογική ενστικτώδη βεβαιότητα, αλλά αντί γι αυτό ζόρισε τα γκάζια και η παλιά αλλά δυνατή BMW τινάχτηκε μπροστά και όρμησε σαν λυσσασμένο αρπακτικό να κυνηγήσει το ασθενοφόρο.
   Έπαιζε σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, μόνο που αυτή τη φορά το παιχνίδι ήταν αληθινό, κι όποιος χανόταν δεν θα ξυπνούσε πάλι με ένα restart.
   Μπροστά στην είσοδο των επειγόντων περιστατικών ο Φώτης άρπαξε σαν υστερικός τη Σάντυ και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Όσο εκείνη πάλευε άσκοπα να δει τον νεαρό πάνω στο φορείο, εκείνος όλο και την έσφιγγε, την έπνιγε, να μη μπορέσει να γυρίσει, να μην αντικρύσει τα αιματοβαμμένα σεντόνια, να μη δει ποτέ της τη νεκρική χλομάδα στο εφηβικό πρόσωπο. Την έσφιγγε και τη μύριζε, με μια ενοχή σαν να διέπραττε την αισχρότερη μοιχεία. Το άρωμά της ήταν η χωρίς όρους αγάπη, η αφοσίωση, το βερνίκι στα χιλιοφορεμένα και ξαναβαμμένα παπούτσια της, ένα μπουκέτο λουλούδια από το σαμπουάν της στα λυτά μαλλιά, η μυρωδιά μιας καρδιάς που χτυπά παράφορα, χωρίς το αποπνικτικό σάπισμα της απάθειας και του μόνιμου φόβου. Το φορείο απομακρυνόταν πίσω της, μέσα στο κτήριο. Την ξέσφιξε λίγο μα δεν την άφησε. Μια αναλαμπή του έφερε στο νου μια πρόταση που είχε πριν από είκοσι χρόνια γράψει, παιδί ακόμη, στο ημερολόγιό του. Την ψιθύρισε παράλογα, σαν προσευχή.
   «Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με έκανες τέρας, για να μη φοβάμαι τα άλλα τέρατα».
   Μα τι αξία έχει να κρύβεσαι πίσω από μια τερατώδη μάσκα για να αποφεύγεις αυτό που στην πραγματικότητα ποθείς;
   «Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια», θυμήθηκε τη φωνή της μάνας του να τον συμβουλεύει.
   Στο σαλόνι του πρώτου ορόφου του ΚΑΤ, λίγο πριν τις δέκα το πρωί, μια συμπαθητική, βαμμένη στην εντέλεια  γιατρός, πλησίασε τις καρέκλες που κάθονταν και οι δύο με σταυρωμένα χέρια. Πετάχτηκαν ταυτόχρονα πάνω σαν κουρδιστά παιχνίδια.
   «Είστε οι γονείς του Τάσου;», ρώτησε χαμογελώντας εφησυχαστικά και ο Φώτης άξαφνα ζήλεψε που δεν μπορούσε να απαντήσει ναι.
   «Είμαι η θεία του», είπε κρατώντας την ανάσα της η Σάντυ, κι η απάντησή της ξάφνιασε τόσο τον Φώτη που έκανε το μυαλό του να πάρει χίλιες στροφές σε ένα δευτερόλεπτο.
   «Τους γονείς του τους έχει χάσει, τον αδερφό μου πολύ πρόσφατα», μια νευρική φλυαρία έπιασε τη Σάντυ, σαν να θελε να αναβάλει για λίγο το μήνυμα, που δεν ήταν απόλυτα σίγουρη αν ήταν όσο ευχάριστο φαινόταν.
   «Μη φοβάστε», ακούμπησε τον ώμο της συμπονετικά η γιατρός.
   «Τον προλάβαμε. Μπορείτε να τον δείτε αμέσως, θα του κάνει καλό να βρεθεί με ανθρώπους που τον αγαπούν».
   Η Σάντυ κοίταξε για μια στιγμή τη λευκοντυμένη γυναίκα με ευγνωμοσύνη, κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στον αδύνατο κοκκινομάλλη που στεκόταν δίπλα της. Ήθελε να του πει ευχαριστώ, μα εκείνος της έκανε νόημα να πάει στο παιδί κι ακολούθησε τη γιατρό στον διάδρομο. Την σταμάτησε και φάνηκε σαν να ήθελε κάτι να της δώσει. Εκείνη αρνήθηκε επίμονα. Μετά του έδειξε μπροστά σαν να τον προσκαλούσε να πάνε κάπου να μιλήσουν. Η Σάντυ δεν είδε τίποτε άλλο, γιατί ξεκίνησε για τον θάλαμο που είχαν τον μεγαλύτερο ανιψιό της. Ένας νεαρός ψυχολόγος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του και του μιλούσε άνετα, σαν να ταν ένας παλιός καλός φίλος που το βράδυ θα βγαίνανε μαζί για καφέ. Γελούσαν. Ο Τάσος έμοιαζε ξαλαφρωμένος από κάποιο σκοτεινό μυστικό. Γύρισε αργά και την κοίταξε κατάματα, με θάρρος, σαν να παραδεχόταν πως είχε φερθεί απερίσκεπτα μα τώρα πια ήξερε το σωστό. Ο ψυχολόγος σηκώθηκε για να της προσφέρει την καρέκλα του και της χαμογέλασε κι αυτός με επιδοκιμασία.
   «Ψυχολογία πρέπει να σπουδάσει ο Αναστάσης από δω. Παραλίγο να μου βάλει τα γυαλιά», της έσφιξε το χέρι κι έφυγε ευχαριστημένος, χαιρετώντας πρώτα και τον Τάσο.
   Όταν αργότερα, στο σπίτι, η Σάντυ έκατσε να σκεφτεί τα τελευταία γεγονότα, έπεσε με ανακουφιστική απόλαυση πάνω στην αβίαστη και τόσο καταλυτική είσοδο του Φώτη στη ζωή τους. Αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε σαν να ταν ένας σωτήρας που έψαχνε από κάπου να κρατηθεί για να σωθεί κι αυτός. Σαν να ήταν από πάντα ένα χαμένο μέλος της οικογένειας που επιτέλους είχε βρει το δρόμο να έρθει κοντά τους. Έκλαψε γι αυτό. Είχε δώσει τη ζωή της για να μεγαλώσει τα παιδιά του αδερφού της. Όταν η μητέρα τους είχε πεθάνει από επιπλοκές στη γέννα της μικρής, της Άννας, η Σάντυ ήταν είκοσι εφτά χρονών. Είχε παρατήσει  τα πάντα για να πάει να μείνει με τον αδερφό της. Εφτά χρόνια τώρα ήτανε η νοικοκυρά του σπιτιού και η μάνα των παιδιών, ξεχνώντας εντελώς τον εαυτό της σαν γυναίκα. Απλά δεν είχε την επιλογή. Ποιος τρελός θα έμπλεκε με κάποια που μεγάλωνε τρία ξένα παιδιά; Κανένας. Και τώρα είχε έρθει εκείνος ο αλλόκοτα χαριτωμένος, απόκοσμος μα γεμάτος φροντίδα άνθρωπος, κι είχε με το έτσι θέλω μπει μέσα στο σπίτι τους και στις καρδιές τους. Πόσο δίκιο είχε ο καημένος ο Σπύρος που τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε σαν τον καλύτερο φίλο που είχε ποτέ!
   «Αν είναι τόσο καλός όσο λες, γιατί δεν έρχεται να γνωριστείτε από κοντά;», αντιδρούσε πάντα η Σάντυ.
   «Φοβάται. Φοβάται τους ανθρώπους. Κρύβεται. Όταν θα αποφασίσει να πετάξει τη μάσκα από πάνω του, τότε θα δεις τι άνθρωπος είναι», τον υποστήριζε πάντα με πάθος, λες και τον ήξερε τόσο καλά, όσο δεν ήξερε ούτε τον ίδιο τον εαυτό του.
   Τώρα, σαν επισφράγισμα εκείνης της πίστης του Σπύρου, ο Φώτης καθόταν απέναντι στον μεγαλύτερο γιό του μέσα στον θάλαμο του νοσοκομείου και έκαναν σχέδια. Σχέδια για σπουδές, για ερωτικές εξομολογήσεις, για ταξίδια στο εξωτερικό. Σχέδια ακόμα για την ίδρυση μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης. Παιδεύτηκαν πολύ να βρουν το όνομα, γέλασαν ασυγκράτητα με τους αστείους τίτλους που σκάρωναν. Τελικά ο Τάσος, λες και ήταν κάτι που το ήξερε ήδη και το θυμήθηκε ξαφνικά, σοβάρεψε και είπε στον Φώτη το όνομα που από κει και πέρα θα τους ένωνε στην υπόλοιπη κοινή πορεία τους. Οργάνωση  Πρόληψης Αυτοκτονιών Ανηλίκων «Η ζωή περιμένει».
   «Ναι, η ζωή περιμένει», χαμογέλασε παράξενα ο Φώτης και –πουφ! Death awaits δεν υπήρχε πια. Δεν είχε υπάρξει ποτέ. Κι ο Φόβος είχε πετάξει πια οριστικά τη μάσκα του και από κάτω το πρόσωπό του έκρυβε μόνο έγνοια για τους ανθρώπους. Και μια ακατανίκητη επιθυμία να τους αγαπήσει. Όλους. Ανεξαιρέτως.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου