Μετά από τριάντα χρόνια δόξας, η πτώση ήταν ισοπεδωτική για τον Χρήστο. Από τα είκοσί του κιθαρίστας σε ροκ και μπλουζ συγκροτήματα. Αμερική, ταξίδια, έντονη ζωή, λεφτά, γυναίκες, συναυλίες, ναρκωτικά, συνεντεύξεις, φλας και χειραψίες. Και σεξ, αμέτρητο, άγριο και αχαλίνωτο σεξ. Κι άξαφνα, δυο χρόνια πριν, άρχισε το μαρτύριό του. Στην αρχή έχανε νότες από τα σόλο του, μετά άρχισε να χάνει ονόματα φίλων, δυσκολευόταν να γυρίσει σπίτι του με το αυτοκίνητο, ξέχναγε από πια πόρτα είχε μπει σε ένα κτήριο. Τελικά έχασε και κάθε συναίσθημα. Έφυγε από το συγκρότημα, πούλησε το αυτοκίνητο και επέστρεψε μετά από τριάντα χρόνια στην Ελλάδα, στην μικρή παραθαλάσσια πόλη που είχε γεννηθεί. Κλείστηκε στην γκαρσονιέρα που του παραχώρησε η μεγαλύτερη αδερφή του, η Ειρήνη, κι άρχισε να χάνει τις μέρες του. Κατάθλιψη, του είπαν οι γιατροί.
   «Όχι Αλτσχάιμερ;», ανακουφίστηκε στην αρχή ο Χρήστος.
   Αλλά τίποτα ανακουφιστικό δεν υπήρχε στη ζωή του πια. Η θέα της απέραντης θάλασσας δεν του έδινε γαλήνη. Τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα δεν πλημμύριζαν την καρδιά του ρομαντισμό. Οι όμορφες τουρίστριες που τον χάζευαν στην παραλία δεν του ξυπνούσαν πια κανέναν πόθο. Ξύπναγε, ξυριζόταν, έπαιρνε τα χάπια του, έβγαινε για περπάτημα και ψώνια. Γύρναγε το μεσημέρι, έτρωγε, ξάπλωνε. Σηκωνόταν το απόγευμα, έκανε γυμναστική ή πήγαινε για κολύμπι, μετά μπάνιο και τέλος έπιανε την παλιά κλασσική κιθάρα του και ένα μπουκάλι τσίπουρο και τράβαγε τις ώρες μέχρι τον βραδινό ύπνο. Σαν κουρδισμένη μηχανή. Κάθε μέρα. Χωρίς παρεκκλίσεις. Αν έβρεχε ή φυσούσε πολύ και δεν μπορούσε να βγει, καθόταν δυο ώρες στην καρέκλα και κοιτούσε το πάτωμα. Το κενό.
   Εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα άκουσε ξαφνικά το κουδούνι του και μουρμούρισε μια αμερικάνικη βρισιά πριν ανοίξει την πόρτα.
    «Καλησπέρα κύριε Χρήστο», ένα κόκκινο χαμόγελο έλαμψε πάνω στο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας.
   «Φλώρα;» του ήρθε ένα όνομα στο μυαλό και την άφησε να περάσει μέσα.
   «Χαχαχαχα», κελάρυσε το κορίτσι. «Κοντά έπεσες, η Ανθή είμαι!»
     Η Ανθή..... η εικοσιπεντάχρονη κόρη του συνταξιούχου καθηγητή μουσικής που έμενε δυο διαμερίσματα πιο πέρα.
   «Ήρθα για Σαββατοκύριακο στον μπαμπά αλλά λείπει, θα γυρίσει σε κανένα δίωρο και δεν έχω κλειδιά. Να τον περιμένω εδώ;», ρώτησε χαριτωμένα ανοίγοντας διάπλατα τα μεγάλα μελιά ματάκια της σαν κουτάβι.
   «Και βέβαια», της χαμογέλασε κι αυτός, μα μέσα του ένιωθε μουδιασμένος. Πάει το πρόγραμμά του.
   Της πρόσφερε κονιάκ, από την κάβα της αδερφής του, μιας και το τσίπουρο ήταν αποκλειστικά για δική του χρήση. Ένα δυο ποτήρια μετά λύθηκαν οι γλώσσες τους κι άρχισαν να μιλάνε σαν παλιοί καλοί φίλοι. Το δίωρο αισίως έγινε ένα καταιγιστικό τρίωρο, γεμάτο κιθάρα, τραγούδια, γέλια και τσουγκρίσματα και τελικά χωρίσανε με μια σφιχτή φιλική αγκαλιά. Το επόμενο βράδυ ο καθηγητής πήγε να τον ευχαριστήσει που φιλοξένησε την κόρη του και του πήγε ένα πιάτο πικάντικο λαχανόρυζο που είχε μαγειρέψει η Ανθή. Παίξανε κιθάρα και συζήτησαν και η συμπάθεια ήταν αμοιβαία. Από εκεί και πέρα ο κυρ-Ανέστης έγινε μέρος του καθημερινού του προγράμματος. Κάθε βραδάκι, μετά το μπάνιο του θα τον έπαιρνε τηλέφωνο να τον καλέσει να μελετήσουνε κιθάρα μαζί. Και η Ανθή άρχισε να έρχεται στον πατέρα της σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, με κρυφό πόθο να περνά λίγες ώρες με τον γοητευτικό και μυστηριώδη γείτονα.
   Τα Χριστούγεννα έφταναν με βαρυχειμωνιά και κρύα και η Ανθή ήρθε να κάτσει δεκαπέντε μέρες με τον κυρ-Ανέστη, όσο θα έμενε κλειστό το νηπιαγωγείο όπου δούλευε. Η αλήθεια ήταν πως είχε ερωτευτεί τον Χρήστο τρελά, παρόλο που εκείνος συνεχώς φρόντιζε να κατηγορεί τον εαυτό του για άρρωστο, άχρηστο και συναισθηματικά ανάπηρο. Εκείνη ήθελε να πιστεύει πως  θα μπορούσε να τον θεραπεύσει, να τον ξαναβάλει στη ζωή, να τον κάνει ευτυχισμένο. Σχεδίασε τις κινήσεις της προσεχτικά. Φρόντισε να στείλει τον πατέρα της στην μεγάλη του κόρη για ένα Σαββατοκύριακο και μόλις έμεινε μόνη της στο μικρό διαμέρισμα έτρεξε να χτυπήσει την πόρτα του κρυφού της έρωτα με σκοπό να τον αποπλανήσει! Ο Χρήστος της άνοιξε την πόρτα ημίγυμνος και με αφρούς στο σαγόνι. Τα αμέτρητα χρόνια γυμναστικής του χαν χαρίσει κορμί πυγμάχου, έστω και κατηγορίας φτερού. Οι ασημένιες του μπούκλες, οι γοητευτικές του ρυτίδες, το άρωμά του.... μέθυσε η Ανθή κι έπεσε στην αγκαλιά του πριν καν κλείσει η πόρτα πίσω της.
   «Καλώς το το κορίτσι μου»!», την υποδέχτηκε όπως πάντα ο Χρήστος και της ξέφυγε ευγενικά να πάει να αποτελειώσει το ξύρισμα.
   Η Ανθή σχεδόν έτρεμε. Πήγε κατευθείαν στο μπουκάλι με το κονιάκ που πάντα την περίμενε στο μπαρ κάτω από το πάσο της κουζινούλας και ήπιε ένα ποτήρι μονοκοπανιά. Μετά έβγαλε από την τσέπη της μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που είχε φτιάξει μόνη της και την έστησε πάνω στο πάσο σε εμφανές σημείο.
   «Διάβασέ την!», τσίριξε γελώντας μόλις ο Χρήστος βγήκε από το μπάνιο και είδε την κάρτα ακριβώς απέναντι.
   «Γιατί, βλέπω χωρίς γυαλιά νομίζεις;», γέλασε και ο Χρήστος ανέμελα κι έπιασε τα γυαλιά του.
   Προς στιγμήν πάγωσε όταν διάβασε το τετράστιχο στα αγγλικά. Τα μάτια του γυάλισαν σαν να ήθελαν να δακρύσουν. Έκλεισε την κάρτα και την ακούμπησε στο στέρνο του, κι ύστερα αγκάλιασε την Ανθή στοργικά και τη φίλησε στα μαλλιά.
   «Αχ, βρε κορίτσι... πάνε χρόνια που...». Τι να της έλεγε; Έχασε τα λόγια του.
   «Μην ποντάρεις σε μένα, ψυχή μου, εγώ είμαι αλήτης, χαμένο κορμί.»
   «Δε με νοιάζει», έκανε να διαμαρτυρηθεί η Ανθή και τον κοίταξε στα μάτια με προσδοκία.
   «Φίλα με, φίλα με, φίλα με», παρακάλαγε από μέσα της.
   Το δέρμα του μοσχοβολούσε ζεστό μέσα στην αγκαλιά της. Έβγαλε με μια κουρασμένη κίνηση τα γυαλιά του και προς στιγμήν φάνηκε να βρίσκεται σε δίλλημα. Μετά όμως απομακρύνθηκε από την Ανθή και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα να ντυθεί.
   «Πρέπει να προλάβω το λεωφορείο, έχω κάτι ψώνια να κάνω», της φώναξε πίσω από την πόρτα και βγήκε με το ξεθωριασμένο τζιν του, τα ορειβατικά μποτάκια και τη στενή μάλλινη μπλούζα του.
   Έπιασε το μαύρο δερμάτινο από την πλάτη της καρέκλας και τα κλειδιά και το κινητό του από το πάσο, σαν να της έλεγε ώρα να φύγεις. Η Ανθή ήταν απογοητευμένη κι ήθελε να βάλει τα κλάματα. Την τελευταία στιγμή, ανοίγοντας την πόρτα, σαν από συμπόνια για την λύπη της γύρισε και της είπε.
   «Θα περάσω από δίπλα το μεσημέρι, όταν γυρίζω, να σας πω ένα γεια». Της έκλεισε το μάτι, φόρεσε το τζάκετ, κλείδωσε την πόρτα και κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό καλώντας το ασανσέρ.
   Η Ανθή έκλαψε τελικά. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε για ώρα. Έψαξε και βρήκε στα ντουλάπια της κουζίνας ένα ανοιγμένο μπουκάλι ουίσκι. Ήπιε ένα σφηνάκι. Έβαλε και δεύτερο. Ψιλοζαλίστηκε, αλλά τουλάχιστον ηρέμισε. Όχι, δεν θα το έβαζε κάτω τόσο εύκολα. Θα τον κέρδιζε τελικά, ήταν σίγουρη. Τηγάνισε αμέτρητες ψιλοκομμένες πιπεριές με κρεμμύδι και μοσχαρίσιο συκώτι, κι από δίπλα έφτιαξε ρύζι με καβουρδισμένο κριθαράκι, ένα από τα πιο αγαπημένα της φαγητά. Θα τον καλούσε να φάνε μαζί.
                              ................
   Ο Χρήστος έβγαλε από την τσέπη του τη λίστα με τα ψώνια του μπακάλη και μαζί έπιασε και την κάρτα της Ανθής. Κοντοστάθηκε και την ξαναδιάβασε, μισοκλείνοντας τα μάτια του από την προσπάθεια.
   «One kiss for every pain you feel,
   Accept them, kill my sorrow.
   Just stop and think! It’s late-but still,
   A smile may shine tomorrow».
   Για σένα, μέσα απ την καρδιά μου, έγραφε από κάτω.
   Αναστέναξε ένα «αχ, κοριτσάκι» κουνώντας το κεφάλι του και συνέχισε τα ψώνια του. Τι θα έκανε με αυτήν την μικρή ξελογιάστρα; Ήταν πραγματικά σωστή κούκλα, κι ήταν τόσο συγκινητικό και αναζωογονητικό να νιώθει έτσι γι αυτόν... τον ανεγκέφαλο, το ρεμάλι, που ακόμα και η ίδια του η μάνα τον είχε παρατήσει στα οχτώ του για να φύγει με τον γκόμενο.... η μάνα του... η Φλώρα...
   Κόντευε δύο το μεσημέρι όταν της χτύπησε την πόρτα.
   Η Ανθή είχε συγυρίσει το σπίτι κι είχε στρώσει γιορτινό τραπέζι με λουλούδια από τον κήπο και κεριά.
   «Έλα να φάμε μαζί, ο πατέρας μου λείπει κι είμαι μόνη», του χαμογέλασε γλυκά και πήγε να τον πιάσει από το χέρι να τον τραβήξει μέσα.
   «Να αφήσω τα ψώνια μου κι έρχομαι», είπε πριν προλάβει καν να το σκεφτεί ο Χρήστος και ένιωσε για μια στιγμή άσχημα για τον φίλο του τον Ανέστη.
   «Τι πας να κάνεις ρε ρεμάλι;», ψιθύρισε συνωμοτικά στον εαυτό του, καθώς έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Χαμογέλασε.
   Σαν να είδε με την άκρη του ματιού του τα δυο μικρά άσπρα χαπάκια μέσα στην πλαστική λακουβίτσα που επάνω έγραφε Σάββατο, μα δεν συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει τα χάπια του σήμερα το πρωί. Πήρε ένα τριαντάφυλλο από το βάζο, τίναξε τα νερά από το κοτσάνι του και βγήκε στο διάδρομο μουρμουρίζοντας το «Lady».
    Η ημέρα κυλούσε υπέροχα. Φάγανε καθισμένοι απέναντι, συνεχώς κοιτάζονταν χαμογελώντας ντροπαλά, γέλασαν, μίλησαν για άσχετα πράγματα. Ύστερα μάζεψαν το τραπέζι μαζί.
    «Και τώρα τι;», αναρωτήθηκε από μέσα του ο Χρήστος και σκέφτηκε να ετοιμαστεί να φύγει.
   Αλλά η Ανθή είχε άλλα στο μυαλό της.
   «Έλα να δεις τι βρήκα στο γιουτιούμπ», του φώναξε μέσα από την κρεβατοκάμαρά της και έβαλε ένα ξέφρενο φλαμένκο που ήξερε πως το λάτρευε.
   Το κρεβάτι της, το γραφείο, το λάπτοπ και στο ξύλινο πάτωμα μια χνουδωτή φλοκάτη και σκόρπια μαξιλαράκια. Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει έξω. Όταν η Ανθή έκλεισε και την μπαλκονόπορτα κι έμεινε μόνο το φως από την οθόνη, ο Χρήστος φοβήθηκε τον εαυτό του. Μα τι έφταιγε; Δεν έκανε και τίποτα... Εκείνη τον έπιασε απ τα χέρια και τον έβαλε να καθίσει στη φλοκάτη δίπλα της. Εκείνη έγειρε και τον φίλησε στο στόμα, και τα χέρια της γλίστρησαν κάτω από την μπλούζα του. Εκείνη τον ξάπλωσε στα μαξιλάρια και κόλλησε το κορμί της πάνω του βαριανασαίνοντας. Τη βοήθησε να πετάξει τα ρούχα τους από ανάμεσά τους κι ακόμα και τότε πάλι δεν θα κανε τίποτα αν εκείνη δεν τον τραβούσε σαν σκέπασμα πάνω της. Και τη σκέπασε. Της παραδόθηκε ολότελα, κρύφτηκε μέσα στο κορμί της βρίσκοντας άξαφνα τη ζεστασιά της μάνας που είχε στερηθεί, της έδωσε αυτό που ποθούσε και την έκανε να τρέμει μέσα στα χέρια του και να στενάζει ηδονικά. Την ακολούθησε σε έναν γλυκό λιποθυμικό οργασμό κι ύστερα την κοίμισε τρυφερά στην αγκαλιά του.
   Η Ανθή ξύπνησε στο πάτωμα κοντά στα μεσάνυχτα, σκεπασμένη με το πουπουλένιο της πάπλωμα. Ο Χρήστος δεν ήταν εκεί. Σηκώθηκε γυμνή κι άναψε τα φώτα αναζητώντας τον. Βρήκε ένα σημείωμα με τα περίτεχνα σαν εκκλησιαστικά γράμματά του πάνω στο γραφείο της.
   «Μικρή μου ήσουν υπέροχη. Ξέχασα να πάρω τα χάπια μου σήμερα. Έλα αν θες να κοιμηθούμε αγκαλιά. Θα σε περιμένω».
   Πετάχτηκε σαν ελατήριο η Ανθή, φόρεσε μόνο ένα βρακί και το παλτό της από πάνω κι έτρεξε στον Χρήστο. Έξω από την πόρτα στάθηκε να αφουγκραστεί, μήπως είχε ήδη κοιμηθεί, αλλά το στερεοφωνικό έπαιζε σιγανά μουσική γκόθικ οπότε υπέθεσε πως την περίμενε ακόμη. Χτύπησε μια φορά, ύστερα και δεύτερη. Ακούστηκαν άστατα βήματα από μέσα, κι ύστερα κάτι να πέφτει και να σπάει. Ο Χρήστος έβρισε. Ακουγόταν μεθυσμένος. Της άνοιξε την πόρτα κι η εικόνα του την γέμισε πόνο. Ήταν σε κακό χάλι, αγνώριστος κι αγριεμένος. Έκλεισε την πόρτα και τον αγκάλιασε πριν της μιλήσει.
   «Συγνώμη που άργησα», είπε σιγανά πάνω στο μάγουλό του και πέταξε το παλτό της στο πάτωμα.
   «Συγνώμη που άργησες; Σαράντα τέσσερα χρόνια άργησες Φλώρα! Πως τολμάς να ζητάς συγνώμη;»
   Η Ανθή σάστισε.
   «Σαράντα τέσσερα χρόνια πηδιέσαι, Φλώρα; Δεν το χόρτασες ακόμα; Τώρα θα σε κάνω εγώ να το χορτάσεις»! Γρύλισε σαν πληγωμένο ζώο και της επιτέθηκε.
   Μόνο ένα «μη, με πονάς!» βγήκε από τα χείλη της κι ύστερα μισολιπόθυμη ένιωσε να την πετάει μπρούμυτα στον καναπέ-κρεβάτι και να της βγάζει βίαια το εσώρουχο. Από εκεί και μετά όλα ήταν απλά πόνος. Πόνος σωματικός και πόνος ψυχής. Την εμβόλισε βάναυσα, με μίσος, σαράντα τέσσερα χρόνια μίσος έσκασαν πάνω στο τρυφερό κορμί της. Ισάριθμες μαχαιριές κάρφωσε το δικό του κορμί μέσα της, ματώνοντάς την, σκοτώνοντας την ευτυχία της. Τελικά κάποτε σταμάτησε. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά, αλλά στην Ανθή είχαν φανεί σαν βασανιστικές ώρες. Την άφησε αιμόφυρτη, το σπέρμα του ανακατεμένο με το αίμα της να βάφει τα πόδια της και τα σεντόνια του και τρεκλίζοντας πήγε να ξαπλώσει στο διπλό κρεβάτι της κάμαρας. Η Ανθή έμεινε για ώρα εκεί, ακίνητη, κλαίγοντας σιγανά και προσπαθώντας να βρει το κουράγιο να σηκωθεί. Κούνησε τα πόδια της αργά και βρέθηκε τελικά όρθια, τρέμοντας. Σαν να χε χρόνια να περπατήσει, παραπατώντας, έσκυψε βογκώντας από τον πόνο να μαζέψει το παλτό της από κάτω, το φόρεσε κι έφυγε. Στο σπίτι ξεπλύθηκε με ζεστό νερό, πήρε δυο παυσίπονα και αποκοιμήθηκε κλαίγοντας.
   Ο Χρήστος ξύπνησε χαράματα και για μια στιγμή δεν κατάλαβε που βρισκόταν. Ποτέ δεν κοιμόταν στο διπλό κρεβάτι. Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο και μόρφασε από πόνο. Η μέση του, τα πλευρά του εκεί που είχε χτυπήσει παλιά με το αυτοκίνητο του έδιναν σουβλιές. Θυμήθηκε το χθεσινό τρυφερό απόγευμα που είχε περάσει με την Ανθή και χαμογέλασε στον καθρέφτη του μπάνιου.
   «Μάλλον το παράκανες εχθές γέρο μου», χαχάνισε.
   Βγαίνοντας από το μπάνιο, κάτι του τράβηξε την προσοχή στο μισοσκότεινο ακόμα δωμάτιο κι έσκυψε να μαζέψει από κάτω κάτι που έμοιαζε με... Ναι, ήταν ένα γυναικείο εσώρουχο. Μύριζε βανίλια, σαν την Ανθή. Ένα δευτερόλεπτο μετά τον χτύπησε σαν κεραυνός μια τρελή εικόνα. Ο εφιάλτης που είχε δει χθες το βράδυ. Είχε δει τη μητέρα του να του ζητάει συγνώμη που τον εγκατέλειψε. Κι εκείνος αντί να τη συγχωρέσει τη βίασε άγρια. Ανακατώθηκαν τα σωθικά του κι άναψε το φως ψάχνοντας τριγύρω αλαφιασμένος. Το σπασμένο πήλινο βάζο στο πάτωμα. Τα πατημένα τριαντάφυλλα. Τα ματωμένα σεντόνια στον καναπέ... Αν δεν βρισκόταν μπροστά του η καρέκλα να κρατηθεί θα είχε σωριαστεί στο πάτωμα. Ούρλιαξε. Τα έσπασε όλα μέσα στο δωμάτιο. Οι από κάτω του χτύπησαν το ταβάνι με τη σκούπα για να σταματήσει. Ο διαχειριστής τον πήρε τηλέφωνο.
   «Όχι, εντάξει Τάσο, δεν έγινε τίποτα, συγνώμη για τη φασαρία»
   Με το απαίσιο τρόπαιο στη χούφτα του να αναδύει άρωμα βανίλιας και προδοσίας, ο Χρήστος έπεσε μπρούμυτα πάνω στον καναπέ, ακριβώς όπως είχε πετάξει χθες εκείνη, κι έκλαψε. Έκλαψε ασταμάτητα, όσο δεν είχε κλάψει τα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Έκλαψε για τη μάνα που τον παράτησε, για τις γυναίκες που προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να βάλει στην ορφανή θέση της, για τη ζωή του που την είχε πετάξει στα σκουπίδια, για την μικρή αθώα Ανθή που πλήρωσε τα δικά του κρίματα. Έκλαψε για τον Ανέστη που τον εμπιστευόταν σαν αδερφό, για την Ειρήνη που την είχε βιάσει ο καθηγητής των αγγλικών της ένα χρόνο αφού τους είχε εγκαταλείψει η μάνα τους, για την ανώνυμη πια φιλενάδα του που είχε κάνει έκτρωση όταν ήταν φαντάρος. Περισσότερο όμως έκλαψε για την αγάπη της Ανθής που της την είχε ξεριζώσει απ την καρδιά τόσο άπονα.  
   «Κοριτσάκι μου... τι έκανα;»
   Σκέφτηκε να πάρει την αστυνομία. Σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Σκέφτηκε ακόμα να την πάρει τηλέφωνο να τη ρωτήσει πως είναι! Μα δεν πρόλαβε. Ένας οξύς πόνος στο στήθος τον τρύπησε σαν λόγχη κι έχασε τις αισθήσεις του εκεί ακριβώς που βρισκόταν.
    Η Ανθή ξύπνησε από ομιλίες έξω από την πόρτα της και ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ευτυχώς η αιμορραγία είχε σταματήσει κι ο πόνος είχε λιγάκι καταλαγιάσει, αν και της ήταν αδύνατον ακόμη να καθίσει σε καρέκλα. Κατάλαβε πως μιλούσαν για τον Χρήστο.
   «Άσε τον αυτόν, τρελάθηκε σου λέω. Ψυχοφάρμακα δεν παίρνει, ούτως ή άλλως;»
   «Όρεξη τον είχαμε τον τύπο. Δε φτάνει που κάθε βράδυ μπεκρουλιάζει και μας παίρνουν τα αυτιά με τον άλλον, τώρα άρχισε να διαλύει και το σπίτι».
   Η Ανθή κατάλαβε πως ο «άλλος» ήταν ο πατέρας της και πως ο Χρήστος είχε δημιουργήσει κάποια φασαρία. Είχε καταλάβει βέβαια πως δεν ήταν καλά, όλα αυτά που έλεγε κατά καιρόν κι εκείνη δεν τα πίστευε τώρα αποδεικνύονταν περίτρανα. Κάτι του ροκάνιζε την ψυχή, τον έτρωγε ζωντανό, τον τρέλαινε σιγά σιγά. Παρόλη τη φρίκη που της είχε δώσει της ήταν αδύνατον να τον κατηγορήσει και να τον μισήσει. Ήταν άρρωστος, της το χε πει αμέτρητες φορές κι εκείνη το είχε αγνοήσει. Την είχε προειδοποιήσει. Άραγε είχε συναίσθηση των πράξεών του; να θυμόταν έστω τι είχε συμβεί εχθές; Περίμενε να φύγουν οι άλλοι έξω από την πόρτα της και βγήκε στο διάδρομο. Χτύπησε την πόρτα του Χρήστου με κάποιον φόβο, όμως το ενδιαφέρον υπερτερούσε του φόβου της κι έτσι επέμεινε. Τίποτα. Τον πήρε τηλέφωνο από το κινητό της, και άκουσε το δικό του να χτυπάει από μέσα. Άρα ήταν σπίτι και δεν άνοιγε. Φοβήθηκε για άλλο λόγο τώρα, και από κάποιο ένστικτο μάλλον κατέβηκε στο διαμέρισμα του διαχειριστή και του ζήτησε τα κλειδιά. Ο κυρ-Τάσος ανέβηκε πάνω μαζί της και έτσι τον βρήκαν αναίσθητο στον καναπέ. Στο νοσοκομείο της διπλανής πόλης τους είπαν πως ήταν ανακοπή και πως τον πρόλαβαν παρά τρίχα. Είχε καρδιά αθλητή και είχε αντέξει. Οι εξετάσεις αίματος είχαν δείξει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ μαζί με ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά. Ο γιατρός που είχε φέρει τις εξετάσεις την πήρε παράμερα.
   «Ποια είναι η σχέση σας με τον κύριο Αγραφιώτη;», τη ρώτησε ευγενικά.
   Η Ανθή ντράπηκε για μια στιγμή, μα έπειτα σήκωσε το κεφάλι της θαρρετά και απάντησε «είμαι η κοπέλα του.»
   Ο νεαρός γιατρός της χαμογέλασε καλοσυνάτα.
   «Από την ώρα που συνήλθε σε ζητάει συνέχεια. Εσύ δεν είσαι η Ανθή;»
   Έγνεψε ναι.
   «Λοιπόν Ανθή, ξέρεις φαντάζομαι πως ο κύριος Αγραφιώτης χρειάζεται ψυχιατρική παρακολούθηση, έτσι;»
   Έγνεψε πάλι ναι αμίλητη.
   «Θα πρέπει να προσέχεις να παίρνει τα φάρμακά του κάθε μέρα και τις σωστές ώρες. Να του το θυμίζεις. Και κράτα τον μακριά από αλκοόλ. Μου το υπόσχεσαι;»
   «Ναι», είπε με πείσμα η Ανθή και κοίταξε τον γιατρό κατάματα.
   «Ωραία. Τότε κι εγώ σου υπόσχομαι πως όλα θα πάνε καλά», τη χτύπησε στον ώμο φιλικά ο νεαρός καρδιολόγος και γύρισε να φύγει μέσα στον γεμάτο κόσμο διάδρομο. Πριν απομακρυνθεί όμως γύρισε πάλι και την κοίταξε επίμονα για λίγο, σαν να θελε να τη θυμάται στα επόμενα χρόνια.
   «Θα σε φωνάξω σε λίγο να τον δεις», της έκανε νόημα.    
   «Στο σαράντα τέσσερα τον έχουνε», συμπλήρωσε ανυποψίαστος και ξαναμπήκε στον χρόνο της βάρδιάς του που έτρεχε ακόμα.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου