Κάθε φορά που έπινε τη χτυπούσε αλύπητα. Της έπιανε τους καρπούς και τα δάχτυλά του άφηναν μελανιές σαν αιμάτινα βραχιόλια γύρω τους. Την έσπρωχνε σε μια γωνιά και την χτυπούσε στο πρόσωπο. Μόνο το αίμα τον σταματούσε, σαν να ικανοποιούταν τελικά και να έχανε το ενδιαφέρον του. Εκείνη παρακάλαγε από μέσα της να ματώσει γρήγορα για να τον ξεφορτωθεί. Η απάθεια της είχε γίνει συνήθειο. Την πρώτη φορά που την χτύπησε ήταν δεν ήταν είκοσι τριών. Νιόπαντρη. Κλείστηκε στην τουαλέτα για να τον αποφύγει και βρέθηκε στα χέρια της το ξυραφάκι. Ηδονικά το έσυρε αρκετές φορές πάνω στον καρπό της ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι. Φωνές, ασθενοφόρο, ράμματα, ντροπή. Ηρέμισαν για κανα χρόνο, μετά πάλι τα ίδια. Μια, δυο, τρεις, πάλι το σωτήριο ξυραφάκι βρέθηκε στο χέρι της και την έβαψε κατακόκκινη. Την πρόλαβαν στο τσακ. Έμεινε μέσα δυο μέρες, της πρότειναν ψυχολογική υποστήριξη και δεν τη δέχτηκε. Πού να παραδεχτεί πως την χτυπούσε ο άντρας της! Η νοοτροπία των γονιών της ήταν «σκάσε και κολύμπα». Άσε που τον φοβόταν κιόλας! Και αυτόν και το σόι του ολόκληρο. Με τα χρόνια έμαθε απλά να τον αποφεύγει, να μην τον εκνευρίζει, να μην αντιμιλάει και να κάθεται να τις τρώει με απάθεια. Δώδεκα χρόνια το ίδιο βιολί. «Βαρέθηκα πια»! Πόσες φορές δεν έκλαιγε μόνη της τα βράδια κι ονειρευόταν την εκδίκησή της. Θα έβρισκε το θάρρος να τον δώσει στην αστυνομία και μετά θα αυτοκτονούσε, στα αλήθεια όμως, όχι όπως τις άλλες φορές.
   Μια Παρασκευή λίγο καιρό μετά τα Χριστούγεννα χτύπησε το τηλέφωνο και κάποιος ζήτησε τον Τάκη.
 «Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή, πάρτε αργότερα», είπε και το έκλεισε. Ο άντρας ξαναπήρε αλλά ο Τάκης ακόμα κοπρίτευε στην πλατεία και έπινε μπύρες. «Ποιος τον ζητάει, είμαι η γυναίκα του». Κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη τους συνομιλία. Μίλαγαν για ώρα, γέλασαν, έκλαψαν, κι ένιωσαν ανακούφιση και οι δύο. Δύο ξένοι! Αυτόν τον έλεγαν Κώστα και ήταν βοηθός χειρούργος σε μια μικρή κλινική. Στην ηλικία της, ανύπαντρος, θεότρελος και αφόρητα συμπαθητικός. Άρχισαν να μιλάνε στο κινητό, να ανταλλάζουν φωτογραφίες και μηνύματα. Φιλικά πάντα, μα μια σκιά ερωτισμού ήταν πάντοτε παρούσα στην επικοινωνία τους. Τελικά του εξομολογήθηκε τα πάντα, ακόμα κα την αυτοκτονία. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη χαλαρά, αλλά όταν εκείνη αποτραβήχτηκε άλλαξε τακτική και την ενθάρρυνε. Τελικά της πρότεινε κάτι τελείως τρελό κι εκείνη χωρίς να το σκεφτεί το δέχτηκε. «Θα σε σκοτώσω εγώ μωρό μου, μην κλαις. Θα έρθεις να κάνουμε έρωτα και μετά θα σε σκοτώσω ανώδυνα. Δεν θα νιώσεις παρά μόνο την ηδονή του έρωτά μου.»
   Είχε περάσει το Πάσχα, όταν η ευκαιρία της χτύπησε τα μούτρα στην κυριολεξία. Ο Τάκης τύφλα στο μεθύσι έβριζε πάλι όλες τις πουτάνες τις γυναίκες και έπεσε με λύσσα πάνω στην Καίτη να διορθώσει την πουτανιά της. Έτυχε και της έσκισε τα χείλη άσχημα και πλημμύρισε ο τόπος αίμα. Τινάχτηκε στους τοίχους, στο τραπεζομάντιλο, στα ρούχα του, παντού! Μέσα στο μεθύσι του την παράτησε κι έφυγε. Κι εκείνη σκούπισε το αίμα από το πρόσωπό της, πλύθηκε λίγο στο νιπτήρα και κάλεσε την αστυνομία. Τους είπε πως θα τον βρουν στην πλατεία. Κατέβηκε στο δρόμο, μπήκε σε ένα ταξί και πήγε στον Κώστα. Τον είχε πάρει από το κινητό και την περίμενε πίσω από την πόρτα. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και έκλαψαν και οι δύο. Της έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ, φιλήθηκαν, αγκαλιάστηκαν και λίγο αργότερα κατέληξαν στο κρεβάτι. «Είσαι σίγουρος πως θα το κάνεις;» τον ρώτησε τρέμοντας ολόκληρη. Έβγαλε από το πλάι του στρώματος ένα πολύ μακρύ και λεπτό μαχαίρι, σαν μικρή λόγχη και της είπε πως το μόνο που θα ένιωθε θα ήταν ένα τσίμπημα και τίποτα άλλο. Και μετά την πήρε. Την πήρε από παντού, με πάθος, τρυφερά, βασανιστικά. Της έδωσε ότι δεν της είχε δώσει ποτέ κανένας. Την ομόρφυνε, την στόλισε υγρή ηδονή, την έκανε τη γυναίκα που της είχαν απαγορέψει να γίνει. «Τώρα!», του φώναξε κλαίγοντας λίγο πριν ξημερώσει, κι εκείνος ψαχούλεψε με το χέρι του το πλάι του κρεβατιού και τη φίλησε άγρια στο στόμα. Την κάρφωσε στην κοιλιά και την κράτησε στην αγκαλιά του μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Σφάδασε λίγο πριν κλείσει τα μάτια της και βόγκηξε «όχι» μετανιωμένη, με παράπονο. Δεν ήθελε να πεθάνει, ήθελε να μείνει εκεί, κοντά στον Κώστα και να τον αγαπήσει.
   Το επόμενο πρωί δυο αστυνομικοί του χτύπησαν την πόρτα. Τους είχε καλέσει ο ίδιος, φυσικά. «Πού είναι η κυρία Αργυρίου;», ρώτησε ο ένας τυπικά. «Περιμένετε λίγο, δεν έχει ξυπνήσει ακόμη», απάντησε ο Κώστας και άνοιξε την πόρτα της κάμαρας. Την ξύπνησε με φιλιά και την χάιδεψε στο κεφάλι με στοργή. Γελούσε μέχρι τα αυτιά. «Βρε κουτό, λες να σε σκότωνα στ αλήθεια; Αφού σ αγαπάω! Υπνωτική ένεση σου έκανα. Άντε σήκω τώρα πριν λήξει το αυτόφορο να πάμε να κάνουμε μια καταγγελία». Σε όλη τη διαδικασία ήταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Γυρνώντας τελικά στο σπίτι του Κώστα περασμένο απομεσήμερο, η Καίτη έχασε το κουράγιο της και έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του. «Φοβάμαι», του εξομολογήθηκε. «Φοβάμαι να ζήσω». Κι ο Κώστας γέλασε κι έσκυψε στο αυτί και της ψιθύρισε. «Μη σε νοιάζει, μωρό μου, άμα φοβάσαι θα σε σκοτώσω ξανά».

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου