Στην αρχή ήταν απλώς όνειρα. Ταξίδια του νου μέσα στον βαθύ ύπνο του.

Στην αρχή δεν προσπάθησε να τα ερμηνεύσει. 

Στην αρχή δεν έδινε μεγάλη σημασία στις εικόνες που ερχόταν από το πουθενά και τον ξυπνούσαν απότομα,ιδρωμένο και αγχωμένο,με ένα ερώτημα <<τί ήταν τώρα αυτό που είδα; >>. 

Μεγαλώνοντας όμως τα όνειρα του άρχισαν να αποκτούν κάποιο  νόημα. Κι εκτός αυτού είχαν και εξήγηση. 

Άρχισε να καταλαβαίνει τί σήμαινε το όνειρο αλλά δεν ήξερε για ποιόν το έβλεπε. 

Μήπως αφορούσαν τον ιδιο; Κάποιες φορές ναι τον αφορούσαν,τις περισσότερες φορές όμως επρόκειτο για τους αγαπημένους του. Για τους δικούς του ανθρώπους. 

Ήταν καλό αυτό; Όχι. Γιατί <<έβλεπε >> μόνο την αρρώστια και τον θάνατο. Τίποτα θετικό, τίποτα ευχάριστο. 

Ευτυχώς δεν συνέβαινε συχνά. Όμως όταν συνέβαινε ήταν μαθηματικά βέβαιο πως το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. Πότε ακριβώς; Δεν ήξερε. Σε ποιόν;  Περίπου γύρω στα σαράντα του χρόνια είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τα καλυμμένα, κρυφά μυνήματα του ονείρου. Ήξερε πλέον και τον πρωταγωνιστή του ονείρου του.

Μπορούσε να κάνει κάτι για να αλλάξει την πορεία του πεπρωμένου; Όχι. Δεν είχε αυτή την δυνατότητα όπως επίσης δεν είχε τις λεπτομέρειες. Μόνο κάποια περίεργα σημάδια,που μπορούσαν να εξηγηθούν σωστά και με ακρίβεια,  μόνο μετά τα συμβάντα. 

Χαιρόταν με το <<χάρισμά >>του; Όχι. Τί να χαρεί όταν <<έβλεπε >> την αρρώστια και τον θάνατο;

Γιατί τα έβλεπε αυτός; Δεν ήξερε. Μπορούσε να προειδοποιήσει κάποιον για να <<σωθεί >>από το γραμμένο του; Όχι. 

Τότε γιατί του δόθηκε αυτό το <<χάρισμα >>;

Ήταν η τιμωρία του, να ξέρει και να μην μπορεί να μιλήσει. Να ζει με την αγωνία της επιβεβαίωσης και του αναπόφευκτου χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. 

Ήταν η κατάρα που κουβαλούσε μέσα του και όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο βάραινε στους ώμους του. 

Μια μέρα ξύπνησε περισσότερο ήρεμος από οποιαδήποτε άλλη μέρα της ενήλικης ζωής του. <<είδε >> επιτέλους τον θάνατό του.

Έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του,άναψε τσιγάρο και χαμογέλασε....

Α.Π