Κάποτε, δεν πάει και πολύς καιρός, ένας επιφανής ηγέτης μιας καθόλα πλούσιας και παραγωγικής χώρας, έδωσε ένα πάρτυ στο πλούσιο και καθόλα μη παραγωγικό οίκο του, καλώντας όλους τους πλούσιους και μη παραγωγικούς επιφανείς φίλους ως καλεσμένους του.

Όλοι εκείνοι οι μεγατόνες πλούτου και επιφάνειας, εμφανίστηκαν στο πάρτυ με πλούσια δώρα- καθόλα μη παραγωγικά- όπως μεταξωτά βρακιά, διαμαντένια μανικετόκουμπα, μαργαριταρένιες παπαροπιάστρες, χρυσούς δονητές και πολλά άλλα ανεκτίμητα αντικείμενα. Ο επιφανής - ας τον συγχωρέσουμε για τώρα, δεν τον ξέρουμε καλά ακόμα- οικοδεσπότης, άνοιξε στο τέλος του πάρτυ όλα τα δώρα δημοσίως και ευχαρίστησε προσωπικά τον κάθε ένα για το ανεπανάληπτο δώρο του.

Αργότερα, όταν το πάρτυ τελείωσε, ο επιφανής- οκ, οκ, δεν το ξαναλέω- ηγέτης, σκασμένος από το φουά γκρα και το χαβιάρι, φορώντας τα διαμαντένια μανικετόκουμπα, τα μεταξωτά βρακιά και δεν θέλετε να ξέρετε τι άλλο, αποσύρθηκε στο γραφείο του πριν κοιμηθεί, για να υπογράψει τους νέους φόρους της πλούσιας και καθόλα παραγωγικής χώρας του.

Αστεία εργασία.

Έψαξε για στυλό, πουθενά. Βρε, κακό που έπαθε, πώς θα υπέγραφε τώρα χωρίς στυλό τα νέα του νομοσχέδια; Παραμελημένο ωστόσο πάνω στο γραφείο του, βρήκε ένα τελευταίο δώρο- φτηνιάρικο, μη φανταστείτε- από τον επί σαράντα χρόνια υπηρέτη του, τον κακομούτσουνο Τζο. Ο Τζο- παρότι μη επιφανής και ω, θεέ μου, πόσο μα πόσο κακομούτσουνος- είχε κάνει στον αφέντη του δώρο ένα στυλό.

«Τι τέλειο δώρο, είναι αυτό που χρειαζόμουν», αναφώνησε περιχαρής ο επιφανής ηγέτης.

Έπιασε το στυλό στα χέρια του λοιπόν και πήγε να υπογράψει στο τσακ μπαμ τα νέα φορολογικά μέτρα. Πάτησε, πίεσε, ξαναπίεσε το στυλό, τίποτα. Δεν έγραφε καθόλου. Οργισμένος κάλεσε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα τον Τζο- που είχε κάθε λόγο να είναι πολύ, μα πολύ κακομούτσουνος- και του ζήτησε το λόγο που το στυλό, που του είχε κάνει δώρο, δεν έγραφε. Ο Τζο όσο άκουγε το υβρεολόγιο του αφεντικού του, - μάρτυς μου ο θεός- τόσο ξεκακομουτσούνιαζε. Τέλος με ένα χαμόγελο ίσα με τα αυτιά, απάντησε στον επιφανή ηγέτη.

«Χωρίς μελάνι τα στυλό δε γράφουν, αφεντικό. Και χωρίς λαό να τους ακολουθεί, ηγέτες δεν υπάρχουν».

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου