Ο Κόμης ήτανε ένας άντρας που δημιουργούσε στους άλλους παράφορα συναισθήματα. Όσοι δεν τον σέβονταν και δεν τον λάτρευαν, τον μισούσαν θανάσιμα και τον έτρεμαν. Ήταν μπλεγμένος σε κάθε παράνομη δραστηριότητα που μπορούσες να φανταστείς, ένας σκληρός εραστής του υποκόσμου. Όπλα, ναρκωτικά, πορνεία και χαρτοπαιχτικές λέσχες ήτανε μέρος των πεπραγμένων του. Κι ήτανε άξιο απορίας, για τους λίγους έστω που ήξεραν το παρελθόν και την ταυτότητά του. Γιατί ο Κόμης έφερε ένα όνομα βαρύ στους ώμους του κι ήταν ο κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας και μιας ιστορίας αιώνων. Είχε πτυχία στο μάρκετινγκ, την ψυχολογία και τη χημεία, μιλούσε άπταιστα τέσσερις ξένες γλώσσες κι άλλες τόσες αρκετά καλά κι έπαιζε πιάνο σαν δαίμονας. Οι παππούδες του δειπνούσανε με βασιλείς και στρατηγούς, κι είχε κληρονομήσει μαζί με την περιουσία τους και το χάρισμα του ηγέτη.

«Μπορώ να ρίξω τρεις κυβερνήσεις», έσφιγγε τη χούφτα του και αγριοκοιτούσε όποιον τόλμαγε να του φέρει αντίρρηση για κάτι. Και έλεγε αλήθεια.

Το επιτελείο του ήταν γνωστό με το όνομα κόκκινος κύκλος, από τον άγραφο νόμο οι εκτελεστές του να ακουμπούν τις καυτές κάννες πάνω στα χέρια τους κάνοντας κυκλικά κόκκινα σημάδια για να μετράνε τα συμβόλαια που είχαν τελειώσει. Είχε τη φήμη πως οι γυναίκες του, έβγαιναν από το κρεβάτι του σακατεμένες στην ψυχή και στο σώμα. Οι άντρες του όμως τον έβαζαν πάνω από πατέρα κι αδερφό. Πάνω κι από τις ζωές τους. Έξη ως τώρα είχαν πάει στον τάφο για να στέκεται αυτός όρθιος, βάζοντας το κορμί τους μπροστά σε σφαίρες κι άλλα δολοφονικά εργαλεία που τον κυνηγούσαν.

«Όταν σκοτωθώ θα διαλυθεί το κράτος», μονολογούσε σαν να λυπόταν, τις σπάνιες φορές που τράβαγε καμιά γραμμή για να φτιαχτεί.

Το είχε δεδομένο πως θα σκοτωθεί, όπως άλλωστε κι εκείνος είχε σκοτώσει. Τρεις ως τώρα. Ο πρώτος, και ο μόνος για τον οποίο ένιωθε τύψεις, ήταν ένας εντελώς ηλίθιος νεαρός μπάτσος. Είχε πεταχτεί μπροστά του πριν δέκα χρόνια σημαδεύοντάς τον με το υπηρεσιακό περίστροφο μέσα στη μέση του δρόμου. Ντυμένος με πολιτικά. Πήρε αυτό που οπωσδήποτε ζήταγε, μια σφαίρα στο κεφάλι. Πριν από τρία χρόνια είχε καθαρίσει έναν αμερικανό πράκτορα που είχε εντολή να τον εκτελέσει. Έκανε χάρη στην ΕΥΠ. Και πέρυσι, είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Πλήρωσε μια ολόκληρη καινούρια πτέρυγα στο νοσοκομείο, για να τον αφήσουν να βγάλει τα σωληνάκια από τον κατάκοιτο γέρο και να σβήσει τα μηχανήματα που τον κράταγαν ζωντανό. Εκείνη την ημέρα ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του που είχε φιλήσει άνθρωπο στα χείλη. Τον πατέρα του, την ώρα που ξεψυχούσε. Καμιά φορά, σε ώρες μοναχικής ανασκόπησης, αναρωτιόταν αν θα βρισκόταν κάποια να φιλήσει κι εκείνον στο στόμα τη στιγμή που θα πέθαινε. Ή αν τελικά θα πέθαινε τη στιγμή που θα αποφάσιζε να φιλήσει κάποια.

Τώρα, αυτό το φθινοπωρινό βράδυ, μέσα στο Arcana, το μεγαλύτερο κλαμπ της Θεσσαλονίκης, γινόταν πανικός. Το χρηματιστήριο είχε κλείσει με μιάμιση μονάδα άνοδο, κι αυτό ήταν κάτι που πολλοί είχαν τη διάθεση να το γιορτάσουν. Ο Κόμης ήταν καθισμένος στο μπαρ κι έπινε Lagavulin 21 ετών. Ντυμένος στα μαύρα, όπως πάντα. Μαύρο φτηνό τζην παντελόνι, μαύρες αρβύλες, ένα σκούρο μολυβί πουκάμισο και μαύρο μακρύ παλτό. Μόνο το παλιό Υβ Σεν Λοράν παλτό του και το ακριβό μπουκάλι ουίσκι τον ξεχώριζαν από τον οποιονδήποτε άλλον άντρα μέσα στο μπαρ. Α, ναι, και οι τέσσερις αγέλαστοι τύποι που αόρατοι μέσα στο πλήθος τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους. Του άρεσε να κάθεται μόνος. Τον εκνεύριζαν οι περιττές κουβέντες και η ανούσια σωματική επαφή. Παρακολουθούσε από ώρα μια επίσης μαυροντυμένη νεαρή που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ίδιο. Είχε κάτι παράξενο πάνω της. Το ντύσιμό της δεν ταίριαζε με το μαγαζί, ήταν πολύ ροκ για το Arcana. Κι επιπλέον, του χε φανεί για μια στιγμή πως η ματιά της έπαιξε πάνω στους τέσσερις που τον συνόδευαν.

«Κάτι θέλεις εσύ», μουρμούρισε στον εαυτό του κι έκανε νόημα στους άλλους να μην τον ακολουθήσουν.

«Να σε κεράσω ένα ποτό;», τη ρώτησε φωνάζοντας και σκύβοντας προς το μέρος της για να ακουστεί πάνω από τη μουσική. Γέμισε τα ρουθούνια της με μυρωδιά ακριβού ουίσκι και φτηνού Old Spice. Από το μισάνοιχτο πουκάμισο φαινόταν η κορυφή ενός τατουάζ πάνω στο στήθος του.

«Βότκα», του πε χωρίς να διστάσει στιγμή και του κούνησε το ποτήρι με τα παγάκια μπροστά στο πρόσωπο.

Ήταν όμορφη. Πολύ μελαχρινή και με απροσδιόριστο χρώμα στα μάτια. Όχι πάνω από είκοσι. Γυμνασμένη.

«Μπατσίνα είσαι μωρή σκρόφα;», μουρμούρισε ο Κόμης μα της χαμογέλασε αχνά δίνοντάς της το ποτό.

Όταν τη ρώτησε πως τη λένε είπε Μαρία.

«Ναι, καλά. Σιγά μην είσαι εσύ Μαρία», σκέφτηκε αμέσως.

«Ηλίας» της συστήθηκε, δίνοντας για ανεξήγητο λόγο το πραγματικό του όνομα.

«Τώρα που σου είπα το όνομά μου θα πρέπει να σε σκοτώσω», της είπε σοβαρά, κι εκείνη για μια στιγμή πάγωσε.

Γέλασε μετά ο Κόμης και είπε πως έκανε πλάκα. Η αντίδρασή της την είχε προδώσει, βέβαια, αλλά δεν έδειξε να πτοείται. Του την έπεφτε στα ίσια, κι ο Κόμης θαύμασε το θάρρος της. Όταν του πρότεινε να πάνε κάπου μόνοι, την ανέβασε από μια σκαλίτσα σε ένα δωμάτιο πάνω από το κλαμπ. Τι δωμάτιο, δηλαδή, διαμέρισμα ολόκληρο. Γραφείο, μπάνιο, καθιστικό και κάμαρα.

«Βάλε να πιούμε άλλο ένα», του ζήτησε κοιτώντας τα μπουκάλια στο μπαρ του καθιστικού.

Έβαλε δυο ποτήρια Lagavulin. Την άφησε επίτηδες για λίγο μόνη της στο καθιστικό ώσπου να βγάλει και να κρεμάσει το παλτό του κι ύστερα γύρισε κι έπιασε το ποτήρι του. Δοκίμασε μια γουλιά. Ναι, δεν τον είχε απογοητεύσει, είχε υπνωτικό μέσα.

«Τυχερή είσαι που δεν έριξες δηλητήριο», σκέφτηκε και την κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια.

Ήταν εξαιρετικά όμορφη, με κάτι αδιόρατα εξωτικό πάνω της. Μαλλιά κατάμαυρα, πιασμένα πάνω στο λαιμό της και την πλάτη της με δερμάτινα κορδόνια. Μεγάλα μάτια, κάπως σχιστά, με βαριές πυκνές βλεφαρίδες. Κορμί γατίσιο. Κι ένα πολύ βαθύ για τα χρόνια της βλέμμα. Ένα βλέμμα που σου λεγε δεν φοβάμαι ούτε τον θάνατο. Την φαντάστηκε γυμνή, με μόνο ένα πολύχρωμο ύφασμα δεμένο ασύμμετρα γύρω απ τη μέση της, με βραχιόλια στους αστραγάλους και τα μπράτσα της κι ένα δόρυ στο χέρι να τρέχει ξυπόλητη και να κυνηγά αντιλόπες κάπου στην Αφρική.

«Στην υγειά της Αφρικής», είπε ακαταλαβίστικα.

Τσούγκρισε το ποτήρι του στο δικό της κι ήπιε λίγο ακόμα από το νοθευμένο του ποτό. Υπολόγιζε στο περίπου πόσο μπορούσε να αντέξει.

«Πάμε;» της έδειξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας τελικά.

Όταν εκείνη προχώρησε ακάθεκτη, ο Κόμης κρυφογέλασε.

«Έχεις κότσια πάντως, μικρή», σκέφτηκε και την ακολούθησε.

Άφησε το ποτήρι του στο κομοδίνο δίπλα στο δικό της και ξεκούμπωσε τα μανίκια από το πουκάμισο. Την έπιασε μετά από τη μέση και κατέβασε τα χέρια του στα οπίσθιά της. Την ένιωσε να σφίγγεται. Αναρωτήθηκε μέχρι που θα το έφτανε τελικά. Είχε αρχίσει να τον ερεθίζει πραγματικά. Πήγε να τον φιλήσει στο στόμα, μα γύρισε στο πλάι το κεφάλι του κι ίσα που άγγιξαν τα χείλη της την άκρη των δικών του. Ανατρίχιασε ολόκληρος. Του ξεκούμπωσε το πουκάμισο και το τράβηξε να βγει από το παντελόνι. Γυρνώντας της την πλάτη για να αφήσει το πουκάμισο στην καρέκλα, έπιασε τα ποτήρια με το ουίσκι από το κομοδίνο και της έδωσε το ένα. Την έβαλε να πιεί πρώτα το δικό της.

«Άσπρο πάτο», της έκλεισε το μάτι και ήπιε κι αυτός το άλλο μονοκοπανιά.

Έκατσε στο κρεβάτι να βγάλει τις αρβύλες του και την κοίταξε με νόημα, περιμένοντάς την να γδυθεί. Οι διστακτικές της κινήσεις τον άναβαν απίστευτα. Εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο παρατηρώντας το τατουάζ στο στέρνο του. Έδειχνε ένα σπαθί όρθιο πάνω από μια ξαπλωτή ημισέληνο.

«Τι σημαίνει;», τον ρώτησε έχοντας μείνει μόνο με τα εσώρουχα. Είδε πως είχε κι άλλα, μικρότερα τατουάζ στα μπράτσα του και στους ώμους.

«Σημαίνει... σε γαμάω με τιμή», της απάντησε με φωνή βραχνή από τον πόθο και την τράβηξε πάνω του.

Το υπνωτικό είχε αρχίσει να πιάνει. Ο Κόμης έδειξε πως ζαλιζόταν κι έκλεισε τα μάτια του. Είχε περιέργεια να δει τι είχε σκοπό να του κάνει. Μόλις φάνηκε πως αποκοιμήθηκε η γυναίκα σηκώθηκε από το κρεβάτι και παραπατώντας πήγε ως την πολυθρόνα που είχε αφήσει την τσάντα της. Έβγαλε από μέσα ένα περίστροφο και ξαναγύρισε. Τον κοίταξε με βλέμμα θολωμένο από το υπνωτικό. Φαινόταν αφόρητα γοητευτικός έτσι όπως ήταν μισοξαπλωμένος, με τα χέρια ανοιχτά σαν παραδομένος σε σταύρωση, με το στενό τζην να διαγράφει τα ατελείωτα λεπτά πόδια του και τα μακριά σγουρά μαλλιά του να φτιάχνουν μαύρα δαχτυλίδια, κύματα κι ερωτηματικά πάνω στο σεντόνι, η ηλικία του να ακροβατεί ανάμεσα στη νιότη και την ωριμότητα. Άρχισε να συνειδητοποιεί πως τουλάχιστον το μισό από το υπνωτικό της το είχε πιεί η ίδια. Ύψωσε το όπλο με χέρια που έτρεμαν. Την τελευταία στιγμή ο Κόμης τίναξε το χέρι του και έπιασε το δικό της από τον καρπό. Αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. Η νεαρή έγειρε ναρκωμένη τελικά πάνω του.



...............



Ξύπνησε με πονοκέφαλο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, σκεπασμένη με ένα σεντόνι. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ρυθμικό τικ τακ του ρολογιού στον τοίχο. Έψαξε για τα ρούχα της αλλά δεν τα βρήκε. Έδεσε το σεντόνι σαν χλαμύδα στον ώμο της και βγήκε σιγοπατώντας στο καθιστικό. Η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή και λίγο πρωινό φως έμπαινε από το δωμάτιο. Κοίταξε διστακτικά μέσα, και είδε τον Κόμη καθισμένο στην περιστρεφόμενη καρέκλα, με τα μαλλιά πιασμένα σε μια μικρή αλογοουρά, τα πόδια πάνω στο γραφείο κι ένα ζευγάρι στενά γυαλιά πρεσβυωπίας στα μάτια, να διαβάζει έναν χοντρό δερματόδετο τόμο. Σήκωσε αργά το κεφάλι του από το βιβλίο και την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά με ένα αινιγματικό στραβό χαμόγελο. Η Πέρσα έτρεξε στην πόρτα και επιβεβαίωσε πως ήταν κλειδωμένη.

«Θέλω να φύγω», στάθηκε στην πόρτα του γραφείου αγέρωχη και τον κοίταξε με πείσμα.

Είχε κατεβάσει τα πόδια κάτω κι είχε κλείσει το βιβλίο του. Το χαμόγελό του ίσιωσε και πλάτυνε. Έπιασε ένα μπρελόκ με κλειδιά πάνω από το γραφείο και της το πέταξε στον αέρα. Η Πέρσα τα έπιασε έκπληκτη και τα δοκίμασε στην πόρτα. Άνοιξε αμέσως. Έξω δεν υπήρχε ψυχή. Κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω.

«Θέλω τα ρούχα μου», είπε, πιο διστακτικά αυτή τη φορά.

Πάντα με το ίδιο χαμόγελο, της έδειξε μια μικρή εντοιχισμένη ντουλάπα στον τοίχο. Άρχισε να χαχανίζει καθώς την παρατηρούσε να περπατάει βήμα το βήμα προς το μέρος του. Μέσα στην ντουλάπα η Πέρσα βρήκε πίσω από το κρεμασμένο παλτό του τα ρούχα της και την τσάντα της. Τα παπούτσια ήταν από κάτω. Το περίστροφο άφαντο.

«Θέλω το σεντόνι μου», την έδειξε με το χέρι, από πάνω μέχρι κάτω και η Πέρσα παραλίγο να χαμογελάσει.

«Θέλω το όπλο μου;», σήκωσε τα φρύδια της ερωτηματικά και ο Κόμης γέλασε.

Το γέλιο του ήταν αργό και βαθύ σαν κύμα.

«Κι εγώ, Πέρσα, θέλω παγκόσμια ειρήνη», της έκλεισε το μάτι και της πρότεινε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο του.

Τότε παρατήρησε η Πέρσα πως για σελιδοδείκτη στο βιβλίο του είχε την ταυτότητά της!

«Τι είδους άνθρωπος είσαι;», τον κοίταξε επίμονα, χωρίς ίχνος φόβου στα μάτια της.

«Περίπλοκος», της απάντησε και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, που τσούλησε σχεδόν ως τον τοίχο.

Η Πέρσα τινάχτηκε ένα βήμα πίσω, αλλά εκείνος της έδειξε το δρόμο ευγενικά και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Της έκλεισε την πόρτα για να ντυθεί και έβαλε δυο ποτήρια γάλα από το ψυγείο του μπαρ. Όταν βγήκε ντυμένη, της έδωσε το γάλα και της είπε συνωμοτικά.

«Πιες άφοβα, δεν έχει υπνωτικό».

Η Πέρσα τελικά χαμογέλασε. Ήταν σαν να άλλαξαν χρώμα τα μάτια της, σαν να έγιναν έναν τόνο πιο φωτεινά, πρασινωπά με καφέ μαζί, σχεδόν χακί.

«Και τώρα πες μου», την κοίταξε κατάματα και το βλέμμα του την διαπέρασε σαν να ήταν ημιδιάφανη.

«Είμαι η κόρη του υπαστυνόμου που σκότωσες πριν δέκα χρόνια», τον σόκαρε με την απάντησή της.

Η ταυτότητά της ήταν βγαλμένη με το όνομα του παππού της, το πατρικό της μάνας της, κι έτσι καμία σύνδεση δεν θα μπορούσε να χε κάνει ο Κόμης με εκείνο το παλιό γεγονός.

«Ήρθες να πάρεις εκδίκηση;», τη ρώτησε προβληματισμένος.

«Ναι. Όχι. Δεν ξέρω. Μάλλον ήθελα να διαπιστώσω αν μπορώ να το κάνω. Πέρασα κοντά δέκα χρόνια απ τη ζωή μου νιώθοντας ασίγαστο μίσος για σένα. Προετοιμαζόμουν για να σε σκοτώσω. Μέχρι πριν λίγους μήνες, που άρχισα να συνειδητοποιώ πως ο φονιάς ήταν ο πατέρας μου τελικά. Και όχι εσύ. Μπλεγμένη υπόθεση».

«Ο πατέρας σου ήταν απλά απερίσκεπτος. Ίσως να θελε να γίνει ήρωας για χάρη σου, μικρή», της σήκωσε το σαγόνι με αυθόρμητη τρυφερότητα και σκούπισε μια σταγονίτσα που πήγε να κυλήσει από το μάτι της.

«Ώστε δεν ξέρεις;», τον άφησε πάλι σε αγωνία.

Κούνησε το κεφάλι του με απορία.

«Ήταν στημένο. Κάποια γερμανική εταιρία. Πολλά λεφτά. Χάκαρα τα μέιλ που του είχαν στείλει, όλες τις πληροφορίες για σένα. Λέγανε για συμφέροντα, για επιτόκια, για εξωτερική πολιτική, για δείκτες στο χρηματιστήριο. Και επίσης αναφέρανε και όλες τις επιχειρήσεις που σου ανήκουν, όλους τους εργαζόμενους που δουλεύουν σε αυτές, όλα τα έργα, τα ιδρύματα, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα πάντα».

Ο Κόμης έσκυψε το κεφάλι σαν να ένιωσε εκτεθειμένος. Ή σαν να ντράπηκε, λες και οι αγαθοεργίες του ήταν πιο ανήθικες από τις παρανομίες του.

«Δεν είμαι παρά ένας εγκληματίας, μην το ξεχνάς», προσπάθησε να φανεί σκληρός μα δεν τα κατάφερε.

«Ναι, είσαι ένας εγκληματίας. Ένας εγκληματίας που πουλάει όπλα σε σκλάβους μισοτιμής. Που πουλάει ναρκωτικά σε διεφθαρμένους δικαστές, δημοσιογράφους και υπουργούς. Ένας εγκληματίας που τα μπουρδέλα του ανήκουν στις πουτάνες τους. Ένας εγκληματίας που για ότι καλό γίνεται σε αυτόν τον τόπο, έχει βάλει το μαχαίρι στο λαιμό σε κάποιους για να το κερδίσει. Που ασκεί πιέσεις στο εξωτερικό για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας».

«Έχω δώσει διαταγές να σκοτωθούν άνθρωποι», συνέχισε ηδονικά ο Κόμης, σαν να εξιλεωνόταν για όλα με εκείνη την εξομολόγηση.

«Ναι... άνθρωποι. Παιδεραστές, προδότες, πουλημένοι δικαστές, δουλέμποροι».

«Ξέρεις πολλά για μένα που δεν θα πρεπε. Έστω και ένα μυρμήγκι να σε έχει πάρει είδηση, αύριο θα βρίσκεσαι πεταμένη σε ένα χαντάκι», την προειδοποίησε αναστενάζοντας.

«Κράτα με τότε κοντά σου, να δουλέψω για σένα», του είπε χαμηλόφωνα και λαχανιασμένα.

Ο Κόμης σηκώθηκε απότομα πάλι από το σκαμπό του μπαρ και της γύρισε την πλάτη πηγαίνοντας προς το γραφείο.

«Ούτε στο ένα χιλιόμετρο μη με ξαναπλησιάσεις, μικρή. Θα το πληρώσεις με τη ζωή σου και δεν θα φταίω εγώ. Δεν μπορώ να κάνω την νταντά σου». Μπήκε στο γραφείο με μεγάλα γρήγορα βήματα κι έκλεισε και την πόρτα.

Λίγες στιγμές αργότερα άκουσε την πόρτα να κοπανάει κλείνοντας πίσω από την Πέρσα, και τα τακούνια της να κατρακυλάνε στη σκάλα. Πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Λεωνίδα, έναν από τους μπράβους του κλαμπ και του είπε να μην την αφήσει στιγμή από τα μάτια του.

«Σαν να φυλάς εμένα», του είπε στο τέλος κι έκλεισε.



................



Μια εβδομάδα μετά, μια ψιλόλιγνη σκοτεινή φιγούρα κατέβηκε από ένα Dodge έξω από ένα Άλσος στην Αθήνα κι εξαφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα. Έκανε πολύ ψύχρα και κούμπωσε το παλτό μέχρι το γιακά. Έκατσε σε ένα σκοτεινό παγκάκι κι έτριψε τα χέρια του να ζεσταθούν. Άκουσε στο πλακόστρωτο βιαστικά βήματα από μπότες και σηκώθηκε με αγωνία. Είδε την Πέρσα που κοιτούσε ψάχνοντάς τον.

«Εδώ, μικρή», τη φώναξε και την υποδέχτηκε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο και ένα διστακτικό άγγιγμα στην πλάτη.

«Γιατί ήρθες;», τον ρώτησε με κάποια σκληρότητα στη φωνή.

Είχε λυτά τα μαλλιά στους ώμους της και φορούσε ένα μαύρο φουστάνι. Μύριζε τριαντάφυλλο.

«Σου έφερα την ταυτότητά σου», απολογήθηκε, και άπλωσε το χέρι να της τη δώσει.

«Έχω άλλη», τον ξάφνιασε για άλλη μια φορά.

«Κράτα τη να με θυμάσαι», συνέχισε νευρικά και κοίταξε τριγύρω με υποψία.

«Είμαστε μόνοι», την διαβεβαίωσε.

«Είσαι βλάκας», του απάντησε και τον κοίταξε στα μάτια με αγωνία.

Κι έγινε, αυτό που δεν γινότανε ποτέ. Ο Κόμης έκλεισε τα μάτια του και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της σαν παιδί που δεν έχει φιλήσει ξανά. Το άγγιγμα.... η ανάσα της μέσα στο στόμα του... η άκρη της γλώσσας της που έψαξε τη δική του κι έλιωσε πάνω της... Την τράβηξε βίαια και την έσφιξε πάνω στο κορμί του, πίεσε τη λεκάνη της πάνω στη δική του, να την κάνει να νιώσει το πώς άλλαζε η σάρκα του και πέτρωνε κι αναζητούσε διέξοδο απ τη φυλακή της. Την οδήγησε σαν να χορεύανε ταγκό και κόλλησε την πλάτη της πάνω σε μια θεόρατη λεύκα. Ξερά φύλλα έπεσαν στα κεφάλια τους. Οι γλώσσες τους ήταν πια δυο κορμιά αυτόνομα, όχι για να μιλούν πια μα για να αγγίζουν. Συνέχισε να τη φιλάει όσο το κορμί του την αναζητούσε κάτω από το φουστάνι της. Τη σήκωσε στα χέρια του σαν πούπουλο και την ανέβασε σε μια επίπεδη πέτρα για να μπορεί πιο εύκολα να μπει μέσα της. Οι κινήσεις τους ήταν τόσο νωχελικές κι αδιόρατες που έμοιαζαν σαν να φιλιούνται απλά αγκαλιασμένοι. Τα χέρια της είχαν χαθεί μέσα στο παλτό του, κάτω από το κατάλευκο πουκάμισο και έτρεχαν πάνω στο δέρμα του που έκαιγε. Τον αγκάλιασε σφιχτά. Βόγκηξε μέσα στο στόμα του και τα πόδια της έτρεμαν καθώς τελείωνε μαζί του. Ιδρώτας κυλούσε στους κροτάφους τους και τους πάγωνε το μέτωπο. Την κατέβασε απαλά από την πέτρα και κούρνιασε τη λαχανιασμένη του ανάσα πάνω στο λαιμό της που παλλόταν με ορμή. Σαν σφυριές στο κορμί χτυπούσαν οι φλέβες τους.

«Μισώ να με αγγίζουν», ψιθύρισε μόλις λιγάκι ξελαχάνιασε.

«Μα πιο πολύ πια μισώ να μη σε αγγίζω».

«Ποτέ δε φοράς λευκά», σιγογέλασε πάνω στο στέρνο του.

«Ποτέ δεν είχα λόγο να φορέσω».

Έμειναν εκεί, αγκαλιασμένοι, κι έμοιαζαν σαν να ήταν δυο ξέγνοιαστοι έφηβοι, για ώρα. Ένας φόβος όμως τους έπνιγε, σαν να το ξεραν πως όταν χώριζαν δε θα αντάμωναν ξανά. Είπαν πως θα βρισκόντουσαν σύντομα.

«Θα σε ειδοποιήσω εγώ, να περιμένεις», της είπε λίγο πριν χωρίσουν κι έβγαλε από μια τσέπη μέσα απ το παλτό του το όπλο της και της το έδωσε.

Στάθηκε στο μισοφωτισμένο πλακόστρωτο δρομάκι και την κοιτούσε που απομακρυνόταν προς την έξοδο. Σκέφτηκε να τρέξει να τη σταματήσει και να την βάλει μέσα στο αμάξι να την πάρει μαζί του αυτή τη στιγμή. Αλλά δεν πρόλαβε. Προτού ακόμα χαθεί η μορφή της από τα μάτια του, ένιωσε μια παρουσία πίσω του και κατάλαβε. Ήταν άοπλος. Σήκωσε τα χέρια του αργά και γύρισε να αντικρύσει την κάννη που τον σημάδευε. Έλαμψε για μια στιγμή το σπαθί πάνω στο στήθος του, καθώς η σφαίρα του έσπαγε τα πλευρά και καρφωνόταν στο πνευμόνι του. Ένιωσε μόνο το τράνταγμα, λες κι ήταν ένα καΐκι που το χε χτυπήσει κύμα, κι έσκυψε να δει τον κόκκινο κύκλο πάνω στο ολοκαίνουριο άσπρο του πουκάμισο. Του φάνηκε πως έπεσε σε πούπουλα, και πως τακούνια χόρευαν ταγκό στον ουρανό που στριφογύρναγε. Ύστερα άκουσε έναν κρότο.

«Ώστε ο κόσμος τελειώνει με έναν κρότο», σκέφτηκε, κι ύστερα ένιωσε πως τα χείλη της Πέρσας φιλούσανε τρυφερά τα δικά του.

«Αλμυρό φιλί», ψιθύρισε καθώς έκλεινε τα μάτια.



................



Η Πέρσα δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από την είσοδο του Άλσους, όταν άκουσε τον πυροβολισμό. Έγινε κάτασπρη σαν νεκρή μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, και γύρισε τρέχοντας μανιασμένα πάνω στο πέτρινο μονοπάτι. Αυτό που είδε ήταν μια εικόνα βγαλμένη από μαύρο σουρεαλιστικό παραμύθι. Στο σημείο ακριβώς που τον είχε αφήσει, λίγα μέτρα μακριά από την ηδονική τους ευτυχία, ο Κόμης πεσμένος στο έδαφος, με τα χέρια και τα μάτια ανοιχτά και τα μαλλιά του μαύρα κύματα... το λευκό του πουκάμισο να κοκκινίζει αργά από έναν αιμάτινο κύκλο. Πάνω του έσκυβε ένα κατάμαυρο θηρίο από την κόλαση. Σήκωσε το όπλο και το πυροβόλησε στο κεφάλι χωρίς να το σκεφτεί, κόλλησε την καυτή κάννη πάνω στο χέρι της κι άφησε μετά το περίστροφο να πέσει κάτω. Σωριάστηκε πάνω στο ακίνητο κορμί κλαίγοντας και τον φίλησε απαλά στο στόμα πριν τα μάτια του κλείσουν. Τον άκουσε να ψιθυρίζει «αλμυρό φιλί», κι ύστερα έχασε τις αισθήσεις της.

Την επόμενη μέρα από το πρωί σε όλα τα κανάλια γινόταν πανζουρλισμός. Ο Ηλίας Ρωμανός, ο πάμπλουτος γόνος της οικογένειας Ρωμανού, δισέγγονος και εγγονός στρατηγού, μοναχογιός καθηγητή Πανεπιστημίου και καταξιωμένου συγγραφέα και αξέχαστης κυρίας του θεάτρου, ιδρυτής και μεγάλος ευεργέτης πολλών κοινωφελών οργανισμών, σχολείων και νοσοκομείων και... και... και..., είχε πέσει νεκρός από τις σφαίρες αλλοδαπού σεσημασμένου κακοποιού μέσα στο Άλσος Περιστερίου. Ο δράστης σκοτώθηκε από «περίστροφο αστυνομικού» στον τόπο του εγκλήματος. Ξαφνικά όλοι θυμήθηκαν τα βιβλία του πατέρα του και τις ερμηνείες της μάνας του. Κάποιο κανάλι που πήγε να αναφέρει κάτι για χαρτοπαικτικές λέσχες και οίκους ανοχής, το έκοψε πριν το αρχίσει. Την επόμενη Κυριακή θα τον κηδεύανε με δόξα και τιμές εθνικού ευεργέτη.

Η Πέρσα έκλαιγε μισοναρκωμένη από τα ηρεμιστικά μέσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Λεωνίδα, του πορτιέρη του Arcana. Ο Λεωνίδας ήταν ακριβώς από πίσω της όταν είχε πέσει πάνω στο ματωμένο κορμί του Κόμη. Είχε ανοίξει το κινητό και σε κάποιον μυστικό αριθμό είχε πει δακρυσμένος δυο λέξεις.

«Κόκκινος κύκλος».

Μετά την πήρε αγκαλιά και την έβαλε μέσα στο μαύρο Dodge του αφεντικού του, με προορισμό κάποιο απόμερο και έμπιστο κατάλυμα. Ωστόσο, δεν την αναζήτησε κανείς, καμία υπόνοια πως θα την κυνηγούσαν. Όλα είχαν κουκουλωθεί με τρόπο μαγικό. Ο Λεωνίδας μιλούσε συνεχώς κι έστελνε μέιλ από το κινητό, ψύχραιμος και απαθής. Είχε μια ένταση συνεχώς στο βλέμμα του, σαν κυνηγόσκυλο σε φέρμα. Καμιά φορά όμως της έριχνε μια παρατεταμένη ματιά, κι ήταν τα στενά καταγάλανα μάτια του γεμάτα κατανόηση και καλοσύνη. Ύστερα απορροφιόταν πάλι στο κυνήγι του.

Την ημέρα της κηδείας, έβγαλε απ την πρίζα την τηλεόραση κι έκατσε να της μάθει σκάκι με το ζόρι. Όταν εκείνη άρχισε να κλαίει, της έφερε χαρτομάντιλα και την ανάγκασε να του κάνει ρουά ματ. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε μέρες, δεκαπέντε σκληρές και ξέχειλες από κενό μέρες. Δυο τρεις φορές την έβαλε να μιλήσει με τη μάνα της στο χωριό, φροντίζοντας να κάνει αισθητή την παρουσία του, για να νομίζουν οι δικοί της πως είχε εξαφανιστεί εξαιτίας κάποιου γκόμενου. Η Πέρσα είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει την φυσική της περιέργεια και παρατηρητικότητα πια. Άρχισε από συνήθειο να παρακολουθεί τα τηλεφωνήματα του Λεωνίδα. Μια γλυκιά υποψία την ξαναζωντάνεψε, όταν κρυφάκουσε μια συνομιλία με κάποιο νοσηλευτικό κέντρο του εξωτερικού. Δεν ήξερε γαλλικά, αλλά από λίγες σκόρπιες λέξεις κατάλαβε πως ο Λεωνίδας ρωτούσε με ενδιαφέρον για την υγεία κάποιου.

«Λέγε! Είναι ζωντανός;», του επιτέθηκε λίγες ώρες αργότερα.

Ο Λεωνίδας δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Χαμογέλασε ευτυχισμένος, και το σκαμμένο λιονταρίσιο του πρόσωπο έγινε άξαφνα όμορφο σαν παιδιού.

«Μη χαίρεσαι τόσο», την πείραξε στοργικά.

«Θα κάνεις καιρό να τον ξαναδείς».

Μα την Πέρσα δεν την ένοιαζε. Το μόνο που μέτραγε τώρα ήταν πως ο Κόμης ήταν ζωντανός και ότι κάποια στιγμή θα τον έβλεπε ξανά. Γιατί για κάθε έναν που τον μισούσε και τον έτρεμε πάνω σ αυτή τη γη, υπήρχε ένας άλλος που τον σεβόταν και τον λάτρευε. Κι η Πέρσα πια ανήκε σ αυτούς τους τελευταίους.



Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου