Μια φορά που ο ποιητής μισογύνης ήταν στο φρενοκομείο  -δηλαδή ήταν έξι φορές συνολικά- γνώρισε την ίσως πιο ευτυχισμένη γυναίκα -μεταξύ των γυναικών με περιττές φιλοδοξίες- της λεγόμενης καλής κοινωνίας.

Ήταν πλούσια από σπίτι αλλά αυτό δεν της έφτανε. Ως εκ τούτου άρχισε να φαντάζεται σιγά σιγά πως είναι αυτοκράτειρα. Και αυτοκράτειρα ήταν μέσα στο από ψηλούς τοίχους περιβαλλόμενο πάρκο του φρενοκομείου, διότι όλα εκεί ήταν προσαρμοσμένα στην «τρέλα» της. 
Όλοι την αποκαλούσαν «Μεγαλειοτάτη» και οι υπόλοιπες παλαβές κυρίες υποκλίνονταν μπροστά της, ή υποκρίνονταν πως υποκλίνονται.

Μια φορά η Αυτοκράτειρα πλησίασε μεγαλοπρεπώς το τραπέζι όπου ο ποιητής έπαιρνε το πρωινό του και μίλησε σιγά αλλά αποφασιστικά: «Τι έχετε αγαπητέ μου ποιητή; Τι σας αναστάτωσε τόσο; Γιατί  κοιτάτε τόσο ζοφερά;»
«Μεγαλειοτάτη», απάντησε εκείνος ταπεινά, «ζήτησα επανειλημμένα από το προσωπικό να αφαιρούν το καϊμάκι από τον καφέ μου γιατί το απεχθάνομαι - όμως δεν το κάνουν».
«Ε, κύριε Διευθυντά!», φώναξε εκείνη προς έναν κηπουρό που δούλευε στον κήπο. 
«Στις διαταγές σας, Μεγαλειοτάτη!»
«Κύριε Διευθυντά, βεβαιωθείτε παρακαλώ πως ο καφές του ποιητή μας θα είναι ελεύθερος από καϊμάκι στο μέλλον. Νιώθω άμεσα προσβεβλημένη...»
«Έγινε Μεγαλειωτάτη!» φώναξε ο «διευθυντής».

Μια άλλη φορά πάλι η Αυτοκράτειρα πλησίασε τον ποιητή με μεγάλη ανησυχία: «Αγαπητέ μου, έχω να σας δώ έξι ολόκληρες μέρες και σας αποθύμησα».
«Μεγαλειοτάτη, ήμουν άρρωστος στο κρεβάτι!»
«Ελάτε τώρα, αφήστε τα αυτά. Με ενημέρωσαν οι αυλικοί μου πως ήσασταν  προσκεκλημένος του Πρίγκιπα Μ. και πως συμμετείχατε στο ετήσιο κυνήγι»
«Μεγαλειοτάτη, ομολογώ πως όντως ήμουν εκεί». 
«Πήγατε με το μαύρο, η με το κίτρινο automobile σας;»
«Με το κόκκινο, Μεγαλειοτάτη».
«Α, βουαλά! Το ήξερα!»

Πείτε μου τώρα παρακαλώ πως η αυτοκράτειρά μας δεν υπήρξε η πιο ευτυχισμένη μεταξύ των.... φιλόδοξων και ματαιόδοξων της  κοινωνίας.
Γιατί, τι υψηλότερο από Αυτοκράτειρα μπορείς να είναι κανείς στον κόσμο τούτο.

Άνα Ζουμάνη