
Μπουσούλησα στο μωσαϊκό της κουζίνας κι έφτασα ως το κατώφλι.
Δεν στεκόμουν ακόμη όρθιος.
Τρομαγμένος αλλά με λαχτάρα και με φόβο, πρόβαλα έξω στον ανοιχτό αέρα της αυλής το μικρό μου κεφάλι.
Ο αέρας που φύσηξε μου θύμισε πως κάτι άλλαζε…
Δεν είναι πια ίδιο όπως όταν ως τώρα κοιτούσα μέσα απ’ το τζάμι του παραθύρου… κοιτούσα, μα δεν έβλεπα.
Τώρα δεν κοίταζα μονάχα...... Έβλεπα για πρώτη φορά τον κόσμο. Αφουγκραζόμουν και ανίχνευα τις μυρωδιές που κόλλαγαν στα ρουθούνια μου...
Όραμα εκπληκτικό.
Το μικρό περβολάκι της αυλής μου φάνταζε απέραντο.
Βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά μεθυστική, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι.
Ο αγέρας άστραφτε σαν νάταν αρματωμένος με σπαθιά, κι ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια σαν άγγελοι.
Τρόμαξα, έσυρα φωνή, μαζεύτηκα.... κι αυτός ο κόσμος αφανίστηκε.....
Άλλαξαν πάνω μου τα υγρά τους πανωφόρια...
Έπιασε βροχή κι αέρας δυνατός....με ορμή μαστίγωναν το χώμα και τους ανθούς των λουλουδιών όλη τη νύχτα..
Ακούστηκε ένα "κρακ"... σαν ψίθυρος..
Το μικρό κλαδάκι λύγισε.... μα δεν έπεσε στο χώμα....
Κι όλα φαίνονταν αλλιώτικα τώρα...
Γιώργος Χρηστάκης
0 Σχόλια