Είχα δει ένα παράξενο όνειρο εκείνη τη λίγη ώρα που με πήρε ο ύπνος στα σκαλιά της βεράντας..

Ο Φιλίπε έκανε έρωτα μπροστά στα μάτια μου σε μια πόρνη που τον ψώνισε νωρίτερα, λίγο πριν φτάσει στο κατώφλι της βίλας με την πισίνα που θα περνούσε τη νύχτα του....

Μια σιωπή σχεδόν απειλητική με βάραινε... ήθελα να είμαι αόρατος εκείνη τη στιγμή...

Ένιωθα αφυδατωμένος μα δεν υπήρχε τίποτα να πιω ...

Τα αντικείμενα γύρω, καρέκλες, τραπεζάκια, στρώματα, φάνταζαν για μια στιγμή έτσι που ήταν προσαραγμένα ... σαν ναυάγια.. σαν εξαίσια άψυχα λείψανα που κανείς πια δεν συμβουλεύεται...

Ένας μανιακός έγραφε και υπογράμμιζε με μανία κάποια σημεία της γραφής του... ξανά και ξανά... Μετά έπαιρνε μια γομολάστιχα και έσβηνε τις γραμμές...

Πάνω σ' εκείνα τα μικροσκοπικά χνάρια που άφηνε πίσω η γραμμή του σβησίματος, σε είδα να τρέχεις κρυφά τις ώρες που έπεφτε η νύχτα, σαν να κυνηγούσες την γομολάστιχα για να της πεις πως η συμπεριφορά της δεν λειτουργούσε προς όφελός της, και πως ή ύποπτη ευγένειά της, δεν θα την έσωζε...γιατί πίσω ακολουθούσε η ξύστρα που έξυνε το μολύβι που άφηνε τα μολυβένια του ίχνη, καρπίζοντας τα σβησμένα....


Γιώργος Χρηστάκης