- Θέλω ένα ρεπορτάζ. Διέταξε ο αρχισυντάκτης.
- Τι ρεπορτάζ;
- Δεν ξέρω. Κάτι. Έξω στην πόλη.
- «Μέσα στην πόλη» όχι έξω. «Έξω», είναι έξω... έξω στα λιβάδια, στα βουνά, στα δάση.
- Οκ οκ οκ! Θέλω ένα ρεπορτάζ μέσα στην πόλη.

Βγήκα λοιπόν στην αναζήτηση και βρήκα  κάτι εργάτες να δουλεύουν πάνω σε κάτι στέγες και να αντικαθιστούν τα κεραμίδια που είχε πάρει ο αέρας, από τις 7 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα. Το ξέρω, τέσσερις φορές πέρασα με το ποδήλατο από εκεί.

Την στιγμή που νιώθοντας ίλλιγο κοίταζα προς τα πάνω, με εξέπληξε το πόσο ξέγνοιαστοι ήταν οι εργάτες, δεν έδιναν καθόλου την εντύπωση πως σπαταλούν ούτε σκέψεις για το αν είναι δίκαιο, ή άδικο που ήρθαν στη ζωή για να επισκευάζουν -με κίνδυνο θανάτου- τις στέγες τών ροδοκόκκινων  Γερμανών.
Αντιθέτως, φαινόταν σαν να μην υπήρχε κάτι πιο σημαντικό γι' αυτούς στη ζωή, από το να επισκευάζουν στέγες  από το πρωί ως το βράδυ.

Ήταν κεραμιδόγιατροι. Γύρω τους υψώνονταν δέντρα, είδα κι έναν σκίουρο. Ήρθαν σύννεφα, ήρθε βροχή, έφυγαν τα σύννεφα, ήρθαν πάλι, έφυγαν και βγήκε ο ήλιος.
Όμως τα πάντα ήταν συγκεντρωμένα στα κεραμίδια. Όλη τους η ανησυχία ήταν αφιερωμένη σ΄αυτά. Σαν να ήταν μέρος του συμπαντικού μηχανισμού.

Υπήρχαν μεγαλοφυίες μεταξύ των κεραμιδογιατρών, πού όλα τα πετύχαιναν με το πρώτο. Μετά ήταν οι σκεπτικοί, οι προσεκτικοί και ήταν και κάποιοι άλλοι που πήγαιναν σχολαστικά με το πρωτόκολο.
Και ήταν και οι θεατές.
Με λίγα λόγια ήταν σαν να είχε συγκεντρωθεί όλη η ανθρωπότητα γύρω από τα σπίτια με τα χαμένα κεραμίδια.

Και έκαναν διάλειμμα.
Και ένας παρευρισκόμενος θεατής, γύρω στα 60, σκούρος στο χρώμα, μοίραζε πούρα, α λα Κούβα, μόνο φθηνότερα.
Οι κεραμιδογιατροί τον κοίταζαν έκπληκτοι και ένας είπε: «Στην οδό Πούσεμούκελ γωνία Φριτσχόφεν, νούμερο 1, ο αέρας σήκωσε και πήρε το μισό το σπίτι!».
Πιστεύω πως η είδηση αυτή, από πρώτο χέρι,  ήταν ένα είδος ανταπόδοσης για τον άντρα με τα πούρα.
«Πω! Είναι δυνατόν;», είπε εκείνος με ευγενή έκπληξη και έφυγε ικανοποιημένος.


Άνα Ζουμάνη