Τα ακροδάχτυλα του είχαν μουδιάσει στην παγωνιά του σούρουπου.
Χόρευε η ψεκάδα στροβιλιστά γύρω από τα βράχια, στο ρυθμό του βοριά.
Ώρες τώρα το βλέμμα του γινόταν ένα με τους αφρούς και τον αχό των κυμάτων στο γκρίζο και μαβί του ορίζοντα.
Δεν ένιωθε το κρύο εδώ και ώρα. Έβγαλε από τη τσέπη του χοντρού πανωφοριού του το μεταλλικό παλιό κουτί που φύλαγε τις Ανάσες. Γεμάτο γρατζουνιές και χτυπήματα ήταν. Αν είχε κάποτε διακόσμηση, είχε χαθεί στα χρόνια. Μέσα εκεί φύλαγε όσες Ανάσες είχαν απομείνει, όσες κράτησε και δεν σπατάλησε τις εποχές που πέρασαν. Κάποτε, ήταν πολλές. Όχι πια. Ανάσες που έκλεψε σε φιλιά τη στιγμή που χωρίζονταν τα χείλη, Ανάσες στερνές επιθανάτιες, ανάσες από το πρώτο κλάμα νεογέννητων. Έμαθε να τις φυλάει. Η κάθε μία περιείχε τη ζωή ολόκληρη ενός ανθρώπου. Ποιος ήταν, τι είχε κάνει, τα όνειρα του, το παρελθόν και το μέλλον του. Έτσι, με την ανάσα, μπορούσε και ένιωθε τους άλλους. Κλέφτης Ανάσας ήταν στο κάτω κάτω της γραφής.
Κάποτε, παλιά, η όλη διαδικασία του έδινε ζωηφόρα ενέργεια απίστευτη. Και αλαζονεία επίσης. Μέχρι που κατά λάθος έκλεψε τη δική του ανάσα. Τότε άρχισε να νιώθει σαν όλους τους άλλους, παράλληλα όμως είδε το παρελθόν του χωρίς παρωπίδες και δυστυχώς το μέλλον του. Αυτό τον τσάκισε. Φοβόταν τον θάνατο, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Ακόμα κι αυτοί που σαν τον ίδιο, ήταν περίπου ανθρώπινοι. Φοβόταν το τέλος. Φοβόταν γιατί ήξερε πως κάθε τέλος είναι και αρχή. Αέναος κύκλος. Να αρχίσει πάλι ξανά φοβόταν. Αυτό τον διέλυε κάθε φορά.
Πήρε προσεκτικά μια Ανάσα από το κουτί και τη ζέστανε στη παλάμη του. Με το άλλο χέρι έβγαλε την καπνοσακούλα του και επιδέξια πήρε καπνό αρωματικό. Ένωσε την ανάσα με τον καπνό και γέμισε την πίπα του. Την άναψε και τράβηξε μερικές αργές ρουφηξιές. Χάθηκε στις σκέψεις, τα όνειρα και τις αναμνήσεις κάποιου άλλου ανθρώπινου πλάσματος. Ήταν κι αυτός μέρος τους. Όπως ήταν και μέρος της θλίψης και της απογοήτευσης του καθενός και καθεμιάς που έκλεψε την ανάσα τους. Πάντα έφευγε, γιατί πάντα ήξερε το τέλος. Πάντα «ένιωθε», τους το έλεγε μα δεν το καταλάβαινε κανείς τους.
Είχε πέσει το σκοτάδι πια, ο αέρας κι η ψεκάδα έδωσαν τη θέση τους σε πυκνές νιφάδες χιονιού. Σηκώθηκε αργά από την Ακτή, έστρεψε τα νώτα στη μολυβένια θάλασσα κι άρχισε να βαδίζει στο μονοπάτι που ήδη έτριζε σε κάθε του βήμα από το αφράτο φρέσκο χιόνι.
Είχε χαθεί πια η Ακτή, σαν ανάμνηση λες. Τράβηξε άλλη μία ρουφηξιά από την πίπα του.
Γύρισε αργά το κεφάλι. Οι φλόγες στο τζάκι τριζοβολούσαν ζωηρά, χαρούμενα, καταβροχθίζοντας τα κούτσουρα. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε προς το παράθυρο. Έξω από την ξύλινη καλύβα το χιόνι έπεφτε ακόμα πιο πυκνό από πριν. Σίγουρα μέχρι το πρωί το ρυάκι και η λίμνη θα είχαν παγώσει.
Έγλειψε τα χείλια του. Γεύτηκε την αρμύρα της ψεκάδας.
Στο τζάμι καθρεφτιζόταν το είδωλο του.
Τότε την είδε.
Πρώτα είδε τα μάτια της.
Έκλεισε τα δικά του σφιχτά.
Δεν έπρεπε να την καλέσει αν την αγαπούσε αληθινά.
Τώρα όμως είχε συμβεί. Κάθε αρχή και τέλος, κάθε τέλος κι αρχή.
Σαν τις Ανάσες.
Εκπνοή και εισπνοή.
Μανόλης Κωνσταντάκης
1 Σχόλια
Καθε που σε διαβαζω, λεω πως ειναι η καλυτερη σου δημοσιευση! Ετσι κ τουτη! Κραταγα την Ανασα μου εως να τελειωσει.Με συνεπηρες.
ΑπάντησηΔιαγραφή