Είναι κάτι νύχτες που λες δεν θα τελειώσουν ποτέ. Κοιτάζεις το ταβάνι σαν να υπάρχουν εκεί όλες οι απαντήσεις του κόσμου. Μετά κοιτάζεις το ρολόι. Πέρασε μόνο ένα λεπτό από την τελευταία φορά που το κοίταξες.
Θέλεις να σταματήσεις να σκέφτεσαι αλλά δεν μπορείς. Έρχονται στο μυαλό σου τα πιο παράξενα πράγματα. Μόλις θυμήθηκες ότι δεν έπλυνες τα δόντια σου. Ε! με μια φορά δεν θα χαθεί κι ο κόσμος. Να, τώρα σου ήρθε στο μυαλό ο μεγάλος σου έρωτας με το ομορφότερο χαμόγελο που είχες δει ποτέ.
Το ταβάνι έχει μια αράχνη. Δεν τις φοβάσαι, είναι μια μορφή συντροφιάς. Πλέκει τον ιστό της, μάλλον αϋπνίες έχει κι αυτή.
Ποιός σηκώνεται αύριο να πάει στην δουλειά; Ο υποδιευθυντής είναι βλάκας και σου την πέφτει.
Το ρολόι είναι σαν σταματημένο.
Στριφογυρίζεις στα παπλώματα, χτυπάς με μανία τα μαξιλάρια.
Σκέφτεσαι την μάνα σου που θα τηλεφωνήσει αύριο, με την πρόφαση να δει αν είσαι καλά, αλλά θα ρωτήσει με τρόπο πώς πήγε η νέα σου γνωριμία με εκείνο το καλό παιδί τον αρχιτέκτονα που σου σύστησε η φίλη της, και εντελώς τυχαία μητέρα του μπουχέσα.
Θα περάσει κι αυτή η βραδιά όπως τόσες και τόσες άλλες. Θα χαράξει και η καινούργια μέρα θα σε βρει κουρέλι μπερδεμένο μέσα στο πάπλωμα. Τα μάτια σου έχουν μαύρους κύκλους όπως και η ζωή σου, που και μαύρη είναι και κύκλους κάνει.
Πέρασε άλλη μια λευκή νύχτα. Και το αποτέλεσμα;
Όλα είναι λάθος, ένα λάθος που θα κάνεις και θα ξανακάνεις πολλές φορές.
Λευκές οι νύχτες, μαύρες οι μέρες.
Ζωή είναι θα περάσει.

Αλεξάνδρα Παππά