
Το ήξερε. Το ένιωθε εδώ και πολύν καιρό ότι κάτι δεν πάει καλά.
Δεν ήξερε τι ακριβώς δεν πήγαινε καλά. Μάλλον δεν ήθελε ούτε να το ξέρει. Γιατί άλλωστε, μήπως θα μπορούσε να το αλλάξει;
Ή μήπως θα ΄πρεπε; Επιτρέπεται άραγε να το ξέρει; Ή δεν επιτρέπεται;
Και τότε -τελείως τυχαία φυσικά- βρήκε το σημειωματάριο του συζυγού της με ένα όνομα, ένα τηλέφωνο, μια διεύθυνση.
Κάθισε και έγραψε μια επιστολή προς την διεύθυνση αυτή. Και μετά την έσκισε, «φτού σου, ψυχή! σαν δεν ντρέπεσαι, ψυχή! τέτοια δεν κάνουμε, ψυχή!»
Και έτσι, το πράγμα αυτό έγινε το γλυκόπικρό της μυστικό, που το ήξερε, το ένιωθε, μέρα-νύχτα, πάντα.
Που πόναγε, που έκλαιγε στο μαξιλάρι της, η απελπισία, η απόγνωση, αχ αχ....
Μόνο όταν πήγαιναν βόλτα κι εκείνος σταματούσε μπροστά σε ένα ανθισμένο δέντρο, σε σκέψεις βυθισμένος, τότε εκείνη ένιωθε.
«Πάλι την σκέφτεται!!! Να καείς στην κόλαση, καργιόλη!!!»
Άνα Ζουμάνη
Άνα Ζουμάνη
0 Σχόλια