Θέλω να σας πω μια ιστορία που είχα πρωτακούσει από τη γιαγιά μου ή είχα διαβάσει σε κάποιο πολύ παλιό αναγνωστικό- δε θυμάμαι τι από τα δύο. Την ξανάκουσα από την πεθερά μου πολλά χρόνια αργότερα.

Τα πολύ παλιά τα χρόνια, οι εποχές δεν είχαν μπει σε σειρά κι όλο τσακώνονταν κι αυτές και οι άνθρωποι για το ποια είναι η καλύτερη. Είπαν λοιπόν να δοκιμάσουν κάθε μια με τη σειρά, να δουν ποια θα προτιμούσαν οι άνθρωποι.

Πρώτος λοιπόν ήρθε ο Χειμώνας. Φύσηξε, πάγωσε, χιόνισε για τα καλά. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, χάρηκαν στην αρχή που ξεκουράζονταν, αφού δουλειές δεν μπορούσαν να κάνουν μες στα χιόνια. Άναψαν τα τζάκια, κουκουλώθηκαν με τα μάλλινα, ευχαριστήθηκαν τη θαλπωρή της φωτιάς και της οικογένειας. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και άρχισαν να βαριούνται, να τσακώνονται άπραγοι. Το φαγητό έγινε λιγοστό. Τέλειωσαν σιγά σιγά και τα ξύλα και δυσαρεστημένοι οι άνθρωποι έδιωξαν το Χειμώνα με φούρια.

Ήρθε τότε, για δοκιμή, η Άνοιξη. Πριγκίπισσα σωστή. Γλύκανε ο καιρός, έλιωσαν τα χιόνια, πρασίνισε ο τόπος και πολύχρωμα λουλούδια στόλισαν όλα τα κλαριά. Οι άνθρωποι ενθουσιάστηκαν στην αρχή, όργωσαν με τραγούδια τη γη, έσπειραν, πότισαν. Περίμεναν, περίμεναν, πού να καρπίσουν τα σπαρμένα τους! Ε, άμε στο καλό, είπαν τελικά και στην Άνοιξη, και υποδέχτηκαν το Καλοκαίρι.

Ήρθε κι εκείνο με τη σειρά του, άναψε, κόρωσε, φούσκωσαν καρποί στα δέντρα, έδεσαν τα στάχυα, η φύση γέννησε όλα τα καλά της. Έκαναν τις προμήθειές τους οι άνθρωποι, γέμισαν τις αποθήκες τους, ικανοποιήθηκαν, μα πέρναγε ο καιρός και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη. Κάηκε το πετσί τους κι ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Έδιωξαν αποκαμωμένοι και το Καλοκαίρι λοιπόν κι ήρθε το Φθινόπωρο.

Ε, το Φθινόπωρο όλοι το αγάπησαν. Έκατσαν οι άνθρωποι και το φιλοσόφησαν, έφτιαξαν και το κρασί τους, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και είπαν. Εσένα θέλουμε, ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ούτε κάματος ούτε κλεισούρα, να μείνεις για πάντα! Μα το Φθινόπωρο δυστυχώς ήταν αδύναμο και άρρωστο και σιγά σιγά κιτρίνισε, μαράθηκε και αποχώρησε από μόνο του.

Και από τότε ξανά και ξανά κάνουν τον ίδιο κύκλο οι εποχές, προσπαθώντας να κερδίσουν την δυσαπόκτητη εύνοια των ανθρώπων...

λαϊκό παραμύθι, απόδοση Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου