
Ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων, πολύ όμορφη, όλοι της το έλεγαν στο χωριό, με μια φωνή αηδονιού. Από φτωχή οικογένεια, αλλά είχε μεγάλα όνειρα. Πίστευε πως με την εμφάνισή της και την μελένια φωνή της θα κατάφερνε να ξεφύγει από την φτώχεια.
Κάποτε έτυχε να συναντήσει μια τσιγγάνα. Δεν είχε αποφασίσει αν ήθελε να μάθει την μοίρα της. Η τσιγγάνα επέμενε πολύ, έναντι μικρού τιμήματος ,να της πει το ριζικό της.
Μια μικροκαμωμένη τσιγγάνα πολύ γριά με ένα βρόμικο μαντήλι στα μαλλιά κι ένα άθλιο ταγάρι στον ώμο. Την λυπήθηκε, ίσως και να την σιχάθηκε λίγο. Έστεκε μπροστά της αναποφάσιστη για ώρα. Η τσιγγάνα της ζητούσε με επιμονή να της δώσει το δεξί της χέρι για να μπορέσει να «διαβάσει» τα μελλούμενα.
Κάποια στιγμή ενέδωσε και άπλωσε το χέρι της στην τσιγγάνα.
Έτρεμε στην ιδέα του τί μπορεί να ακούσει από την μια και από την άλλη δεν είχε πεισθεί πως η τσιγγάνα είχε τέτοιες δυνατότητες.
«Όλα είναι γραμμένα εδώ», της λέει και χαϊδεύοντας την παλάμη της την κοίταξε στα μάτια πολύ έντονα. Άρχισε να μιλάει με μια παράξενη φωνή.
«Αυτός ο δρόμος που πήρες μόνο πίκρες και βάσανα θα σου δώσει, κοίτα να αλλάξεις δρόμο».
Η κοπέλα κοίταξε το μονοπάτι, κοίταξε και την τσιγγάνα, ανασήκωσε τους ώμους και σκέφτηκε,«ωχ! μωρέ τσάμπα τρώω τον χρόνο μου ακούγοντας βλακείες».
Έδωσε τα χρήματα στην τσιγγάνα και έφυγε.
Δέκα χρόνια μετά εκεί που καθόταν σε ένα καφενείο, βλέπει από τα βρώμικα τζάμια έξω στο κρύο μια τσιγγάνα. Αμέσως θυμήθηκε τα λόγια που άκουσε από την άλλη τσιγγάνα στο χωριό της ένα πρωί, σε μια άλλη εποχή. Έβαλε τα κλάματα και σηκώθηκε να πάει για δουλειά, οι πελάτες δεν έπρεπε να περιμένουν και το κόκκινο φωτάκι είχε ανάψει από ώρα...
Αλεξάνδρα Παππά





0 Σχόλια