Η αλκυόνη είναι ένα τρυφερό πουλί και μια ατρόμητη καταδύτρια.
Εκτός αυτού λάμπει γαλαζοπράσινη σαν το κολίμπρι στα τροπικά δάση.
Το κολίμπρι του χειμώνα!
Το κοφτερό της ράμφος τρυπάει τα ψάρια στο νερό, όπως το καμάκι τρυπάει τις φάλαινες.
Μέρες ολόκληρες κάθεται πάνω στα κούτσουρα της λίμνης και παραμονεύει.
Ξαφνικά εκτοξεύεται, βουτάει, χτυπάει!  Μία κομψή δολοφόνος.
Προτιμά τους κυπρίνους. Όπου κυπρίνοι, εκεί και της αλκυόνης το ράμφελο. 
Όποιος δεν δει το μπιρμπίλι σε δράση, δεν θα το πιστέψει. Μέρες ολόκληρες κάθεται στο κούτσουρο και παραμονεύει, γαλαζοπράσινη, το ράμφος της δόρυ, ένα σπαθί, ένα θανατηφόρο στιλέτο.
Αλκυόνη. 
Μια ρομαντική πολεμίστρια με αστραφερή γαλαζοπράσινη πανοπλία. Μια παραμυθένια ηρωίδα της φύσης της ίδιας.
........

Η Νανίτα ζήτησε να σκάψουν ένα λάκκο με νερό και ψάρια, ανάμεσα στα σκλήθρα και τις φουντουκιές και να τον περικλείσουν με λεπτό πλέγμα. Μέσα τοποθέτησε μία αλκυόνη.
Τώρα την κοιτάζει ώρες ολόκληρες να κάθεται και να παραμονεύει.  Η κυρία της λίμνης με τον γαλαζοπράσινο χιτώνα.
Μπροστά στην χάρη και την επιδέξιότητα της αλκυόνης οι προσπάθειες των ανθρώπων να κατακτήσουν την ψυχή της, της φαίνονται άγαρμπες και γελοίες.
Έχει ήδη κατακτηθεί. Βρίσκεται στην κατοχή των μυστηρίων της φύσης.
Ο άνθρωπος της φαίνεται μικρός και αστείος. Είναι απλώς ένα αδέξιο, βίαιο, άχαρο κάτι,  μία απομίμηση της αλκυόνης. 
Και εκείνος παραμονεύει μέρες ολόκληρες το θήραμά του. Και μετά το χτυπάει και το καταπίνει. Δεν βαριέσαι. Είναι απλώς ψυχή.


Άνα Ζουμάνη