Εκείνη τη φορά έλειπε καιρό, περισσότερο από ποτέ. Ίσως και να μην ξαναγύριζε, αναλογιζόταν σε  στιγμές αδυναμίας ο Χολμς. Ίσως να είχε βαρεθεί πια να περιμένει εκείνο το δείπνο που δεν σερβιριζόταν ποτέ. Αλλά πάλι, δεν μπορεί, τώρα είχε επιτέλους ένα σχέδιο, είχε το σχέδιο της Ρόζι και τα είχε προγραμματίσει όλα στην εντέλεια. Δεν της έστελνε ποτέ μηνύματα όσο έλλειπε, αλλά εκείνο το βράδυ το έκανε.
«6 Ιουλίου, δέκα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Δωμάτιο 104 Νοσοκομείο του Μπαρτ. Έλα για δείπνο».

11. 49 άνοιξε την πόρτα του  μισοφωτισμένου δωματίου στην κατασκότεινη κλειστή πτέρυγα του νοσοκομείου και τον βρήκε να την περιμένει καθισμένος στην μοναδική καρέκλα, με τις παλάμες  ενωμένες κάτω από το σαγόνι του. Το σακάκι και η καμπαρντίνα του ήταν διπλωμένα προσεκτικά, ακουμπισμένα στην πλάτη της καρέκλας. Για τα δικά του δεδομένα, αυτό ήταν ήδη προκλητική έκθεση. Τον πλησίασε με σταθερά, γρήγορα βήματα.

«Τι σκαρώνει το άρρωστο σέξι μυαλουδάκι σου»; Θα τον ρωτούσε, αν δεν σηκωνόταν να την υποδεχτεί ανοίγοντας την αγκαλιά του.  Την έσφιξε πάνω του αμίλητος και ακούμπησε το σαγόνι του στα μαλλιά της. -Υπήρχε ένα λαμπαδιασμένο ελεγχόμενο παραλήρημα μέσα στα μάτια του.  Κάτι που ήταν εκεί  για να το προσέξει εκείνη.- Έμοιαζε φοβισμένος. Και κάπως φευγάτος. Ωστόσο της χαμογέλασε. 

«Τι γίνεται τώρα»; Τον ρώτησε, και η απάντησή του είχε  όση τρυφερότητα χωρούσε μέσα στη φωνή του.

«Κάποτε με ρώτησες αν θα έπαιρνα δείπνο μαζί σου αν ήταν η τελευταία νύχτα του κόσμου», κόμπιασε για λίγο πριν συνεχίσει.
«Θα έπαιρνες  δείπνο  μαζί μου αν έπρεπε να μου πάρεις τη ζωή γι αυτό»;

Η Αϊρίν ανατρίχιασε και τον κοίταξε με τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση.
Αυτό κι αν ήταν ερωτική εξομολόγηση! Πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να συγκινούνται μπροστά σε ένα δαχτυλίδι με διαμάντι, όταν η προθυμία του θανάτου μπορούσε να λάμπει  τόσο περισσότερο; 
Πήγε να απαντήσει αρνητικά, αλλά τη σταμάτησε ακουμπώντας το δάχτυλό του στα χείλη της.

«Τα έχω σχεδιάσει όλα. Θα είναι μόνο για μία στιγμή και μετά θα είμαι εντάξει, έχω προγραμματίσει όλα τα μηχανήματα και τα σωστά φάρμακα. Το έψαξα καλά. Αυτό που μου λείπει είναι να μου δώσεις το τετελεσμένο, για να διορθώσω το λάθος και να αλλάξω το μυαλό μου».
Αν μέσα στη σκέψη  του η φιλία και η συναισθηματική σύνδεση μεταφράζονταν σε πτώση και βαθιά νερά, η αγάπη και ο έρωτας είχαν για κάποιο λόγο ταυτιστεί με φωτιά, τρόμο και θάνατο. Αυτό που χρειαζόταν να κάνει ήταν να επιβιώσει από μία και μόνη, απλή, αληθινή, ερωτική πράξη. Να ξαναγράψει πάνω από τη λανθασμένη εγγραφή. Για να το κάνει αυτό όμως έπρεπε να πέσει στη φωτιά. Και δεν μπορούσε να πέσει οικειοθελώς στη φωτιά, όταν φοβόταν πάνω από κάθε τι άλλο τη φωτιά και το να καεί ζωντανός. Εκεί έμπαιναν στο σχέδιο τα φάρμακα. Νευροκατασταλτικά, αγχολυτικά, ηρεμιστικά. TD 12 για βραχυπρόθεσμη παρεμβολή στη μνήμη και κάποια ακόμα λιγότερο αποδεκτά ναρκωτικά. Ένα φλεγόμενο ναρκωκάραβο για τον ανόητο, μικρό πειρατή. Μία υπνωτική μουσική σύνθεση που έπρεπε να παιχτεί χωρίς ψεγάδι, με ακρίβεια κλάσματος δευτερολέπτου. Θα του παρείχε τον περισπασμό, σαν παυσίπονο στο σπασμένο κόκαλο, ώστε να καταφέρει να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις. Και τη σωστή στιγμή, όταν το γεγονός θα ήταν πια γεγονός, έπρεπε να έχει οριακά την επαρκή  συνειδητότητα και νηφαλιότητα ώστε να το ζήσει πραγματικά. Να συνειδητοποιήσει όλη την εικόνα  μεμιάς. Όπως υπολόγιζε, αυτό θα τον σκότωνε. Καρδιακή ανακοπή λόγο ακραίου, μη διαχειρίσιμου φόβου. Και μετά, η ανάνηψη. Μια σεξοτραγωδία για δύο όργανα.

«Πόσο χρόνο θα χρειαστείς για να …»

Τον γλίτωσε από την ταραχή να εκφράσει τις τόσο δύσκολες γι αυτόν λέξεις διακόπτοντάς τον. 

«Πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά θα είναι καλά», απάντησε παρατάσσοντας όλες τις σκέψεις και τις ικανότητές της απέναντι στη δυσκολότερη αποστολή  της ζωής της, να κάνει ένα τραυματισμένο, σπασμένο πλάσμα, ξανά ολόκληρο. 

12 τα μεσάνυχτα ακριβώς,  το δείπνο σερβιρίστηκε.

7 Ιουλίου. Κάποια στιγμή λίγο μετά τα μεσάνυχτα. 

Ο Χολμς καθόταν στην καρέκλα, φορώντας  το κοστούμι και την καπαρντίνα του και μιλούσε στη γυναίκα.

«…σίγουρος πως όλα θα πήγαιναν καλά. Καλύτερα να σηκωθείς. Πρέπει να φύγουμε πριν μας πάρει χαμπάρι κανείς».
Εκείνη καθόταν γονατισμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του κι έκλαιγε. Λυγμοί συντάραζαν τους λευκούς της ώμους.

«Γιατί κλαις; Τι συμβαίνει;», σηκώθηκε για να την πλησιάσει.

Μόνο που δε σηκώθηκε. Δε σηκώθηκε πραγματικά, δηλαδή. Συνειδητοποίησε πως ήταν ακόμα ξαπλωμένος μαζί της, κι εκείνη τον έσφιγγε στην αγκαλιά της κι έκλαιγε. Προσπάθησε να ανασηκώσει από το στήθος της το γερμένο του κεφάλι. Προσπάθησε να μιλήσει. Τίποτα.

«Αρχίδια!», τον κατσάδιασε το μυαλό του και κάθε κεκτημένο νοηματικό περιεχόμενο, σκέψεις, αισθήσεις, αντικείμενα, ολόκληρο το δωμάτιο, το νοσοκομείο, το Λονδίνο, η Αγγλία, ο κόσμος όλος, άρχισαν να καταρρέουν.

Η Αϊρίν είχε κάνει τα πάντα σωστά. Συγχρόνισε κάθε της αίσθηση και κίνηση με την νοερή του προθεσμία. Τον οδήγησε και τον συνόδεψε, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, στο ζητούμενο τετελεσμένο του κι από την ηδονή της ερωτικής πράξης  πέρασαν μαζί στον σπαραγμό του θανάτου. Τον είδε  να πέφτει στην  παγίδα που είχε από παιδί στήσει στο μυαλό του και που έκανε  την καρδιά του να σταματήσει από τρόμο.

-Καιγόταν ζωντανός! Το κορίτσι με το λευκό, ματωμένο φόρεμα γελούσε υστερικά και το αγόρι ούρλιαζε περικυκλωμένο από τις φλόγες. «Αυτό ονομάζουν οι άνθρωποι αγάπη, αδερφούλη», τσίριζε γελώντας το κορίτσι καθώς το μικρό αγόρι ούρλιαζε και πέθαινε… 
Τράβηξε κι έβγαλε βιαστικά όλες τις βελόνες που τρυπούσαν τις φλέβες του και κάρφωσε με υπολογισμένη ακρίβεια την τελευταία σύριγγα ίσια πάνω στην καρδιά του. Μερικοί άρρυθμοι παλμοί ζωντάνεψαν τον παλμογράφο. Δεν έλεγε να ξυπνήσει. Οι παλμοί γίνονταν όλο και πιο αργοί, όλο και πιο άτακτοι. Τον ανασήκωσε με αγωνία στην αγκαλιά της κι άρχισε να κλαίει.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου