… κι ύστερα απέμεινε μοναχό του. Βουβό απ’ έξω και ρημαγμένο.
Μα από μέσα ακούγονται φωνές από γιορτές. Και γέλια τρανταχτά.
Και θρήνοι από στερνά αντίο.
Βογγητά από ερωτευμένα στόματα, από πόνους κι άσχημα μαντάτα.
Τραγούδια ασπρόμαυρα και γκολ από τα ραδιόφωνα με την κόκκινη βελόνα.
Αυτούς τους δρόμους που τώρα αποφεύγουμε, περπάτησαν παρέες αγκαλιασμένες κρατώντας δώρα και φαγητά.
Τα κίτρινα φώτα του χειμώνα χιονίζουν με θλίψη τις νύχτες.
Μεγάλες νύχτες, που κάποτε τις αποζητούσαμε.
Μα τώρα, τελειωμένα σπίτια, ρημαγμένοι άνθρωποι ούτε μας νοιάζει πότε ξημερώνει.
Δεν κρύβεται η φθορά.
Κι ούτε μας νοιάζει να την κρύψουμε.
Σπίτια και άνθρωποι.
Αν όλα έγιναν με τη σειρά τους, δικαίωμα είχαμε σε λύπες και χαρές.
Όπως το άσκησε ο καθένας μας. Τώρα είναι αργά για παράπονα.
Οι ενστάσεις απορρίπτονται.
Στα σακατεμένα σπίτια ζουν τα μεγαλεία τους τώρα οι αρουραίοι.
Στα ξεφλουδισμένα σώματα μετράνε τύψεις οι μνήμες.
Για όσα δεν έζησαν.
Για όσα ανέβαλλαν ή δεν τόλμησαν.
Μιαν «άλλη φορά» που ποτέ δεν έρχεται.
Μία είναι η φορά. Για τα πάντα.
Αργά το μαθαίνεις.
Λίγο πριν σφαλίσουν για πάντα τα παντζούρια
και τα βλέφαρα.

Ιππαρχίδης Ρούφας