Τις τελευταίες μέρες μπαίνω όλο και λιγότερο στα social media και στα ειδησεογραφικά sites.
Μετά βίας διαβάζω τις πρώτες αράδες της ανάρτησης ή της είδησης.
Συνήθως ξέρω λίγο πολύ τι θα διαβάσω και πέφτω μέσα 9 τις περισσότερες φορές.
Αυτά που διαβάζω, είναι ένα επαναλαμβανόμενο οργισμένο ή φοβισμένο (συνήθως το δεύτερο και πιο σπάνια το πρώτο) μοιρολόι, με άρτυμα άλλοτε έξυπνου άλλοτε χοντροκομμένου χιούμορ, για το κακό που μας βρήκε ή θα μας βρει.
Έχει μαυρίσει η ψυχή μου, προσπαθώ να κάνω χιούμορ να το ξορκίσω, δεν μπορώ πια.
Ούτε και με τα αστεία γελάω πλέον.
Συνέχεια σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια.
Ποιος φταίει περισσότερο, γιατί και πώς.
Ναι, είναι ένα θέμα κι αυτό, όχι όμως το μεγαλύτερο για μένα.

Το μείζον θέμα, είναι ο πανταχού παρόν φόβος, που σαν καρκίνωμα τρώει τις ψυχές και τις ζωές μας. 
Ο φόβος μην πεθάνουμε εμείς και οι δικοί μας, ο φόβος των άλλων, όπου οι άλλοι αντιμετωπίζονται πλέον ως δυνητική ακούσια απειλή.

Ο φόβος του να βγούμε ακόμα και στον έρημο δρόμο χωρίς μάσκα, χωρίς sms, ο φόβος του προστίμου, της ανεργίας, της πείνας, των λογαριασμών που τρέχουν. Ο φόβος μην αγγίξουμε τον άλλον, ο φόβος της αγκαλιάς, ο φόβος του να μην βήξει κάποιος ή φτερνιστεί κοντά μας.

Ο φόβος που σπέρνουν αφειδώς κι αδιαλείπτως τα κανάλια στη τηλεόραση, σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να καλύψουν και αυτή την κυβέρνηση για όσα δεν έκανε αλλά και τις προηγούμενες.

Ο φόβος ότι πάλι εγώ θα φταίω ό,τι κι αν γίνει, γιατί αν τη σκαπουλάρουμε θα είναι κυβερνητική επιτυχία κι αν όχι, πως δεν ήμουν συνεπής στην «ατομική ευθύνη» που χωρίς αιδώ μου φόρτωσαν.

Ο φόβος της κατάθλιψης και της απελπισίας που παντού βλέπω γύρω μου.

Ο φόβος για τα παιδιά, τις γενιές που είναι να ανθίσουν και μαραίνονται μέσα στην κοινωνική αποστασιοποίηση και απομόνωση. Παιδιά και νέοι άνθρωποι που δεν θα τολμούν όταν περάσει αυτό, να αγγιχτούν ή να πλησιάσουν το ένα το άλλο.

Ο φόβος που χωρίς αισχύνη σπέρνουν στους μεγαλύτερους για τους νεώτερους.

Ο φόβος της θεσμοθέτησης της ρουφιανιάς ως ενδεδειγμένης κοινωνικής συμπεριφοράς και ως καθήκον.

Ο φόβος του να βρεθώ κάποια στιγμή κι εγώ να νοιάζομαι μόνο για τη πάρτη μου.

Ο φόβος πως τα έκτακτα μέτρα που πάρθηκαν για μία έκτακτη κατάσταση, όταν αυτή περάσει και θα περάσει κάποια στιγμή, γίνουν τακτικά, μόνιμα και μείνουν για πάντα.

Ο φόβος πως κυβερνήσεις και φαρμακευτικές παίζουν με τις ζωές και την υγεία μας, τις ψυχές, τα μυαλά, και τις τσέπες μας. Για το παντεσπάνι τους.

Έτσι θα μπαίνω εδώ όλο και λιγότερο, θα βγαίνω στο δρόμο να διεκδικώ όλο και περισσότερο, ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ, αλλά ναι! Θα βγαίνω.

Γιατί δεν θέλω να ζω με φόβο.

Ο ιός και η πανδημία κάποτε θα περάσουν.

Ο φόβος ας περάσει νωρίτερα, ή καλύτερα ας μην του δώσω τόπο να σταθεί.




Μανόλης Κωνσταντάκης Tid Tripper