Όπως ένα μεσημέρι καυτό
χαϊδεύει τον ιδρώτα η σκιά κάτω από το δέντρο,
κύλησες πάνω μου
καταπίνοντας κάθε μου κύτταρο.
Αρνήθηκα ν' αντισταθώ
κι ας χανόμουν σε κάτι άγνωστο.
Το ένστικτό μου
δε μου επέτρεψε να φοβηθώ.
Ήταν η ηδονή τόσο αγριεμένη μέσα στα σκέλια μου
που έμοιαζε με ύστατο σπασμό θανάτου.
Θέλησα να την αγγίξω
να τη χαρώ
μα τα χέρια μου έμειναν ακίνητα
κι έτσι το σώμα μου αυτόνομο
ξεσπούσε.
Το χαμόγελό σου
ήταν σχοινί που δεμένο με κρατούσε
και οι λυγμοί μου
ήταν εκρήξεις μιας λάβας
που άλλοτε ξεκινούσε από το μυαλό
κι άλλο χαμηλά από την κοιλιά μου.
Ήταν τα μάτια σου δυο λίμνες
Σ' εκλιπαρούσα!
Άφησέ με μέσα τους να πνιγώ
Ούρλιαξα «Σε θέλω»
Κοίταξες αλλού.
Τσίριξα κι απείλησα
«Αν λυθώ θα σε κάνω σκλάβα μου».
Γέλασες, με το κεφάλι σου ριγμένο πίσω.
Ρούφηξες δυο σύννεφα
που εκείνη την ώρα περνούσαν από τον ουρανό.
«Τροφή βασίλισσας» έτρεξε να μου ψιθυρίσει στο αυτί
ένα αεράκι που ήρθε ξαφνικά
όταν με είδε τρομαγμένο.
«Σκίσε την ψυχή μου και μπες μέσα της»
σε παρακάλεσα.
«Το έχω κάνει, γι' αυτό ζεις»
μου είπες.
- Ζω; Σε ρώτησα.
- Αν γίνεις συνήθεια θα σε σκοτώσω, ψιθύρισες.
- Να με σκοτώσεις τώρα, δεμένος δε μπορώ να ζω
- Κι αν σε λύσω;
- Θα σου ζητήσω να γονατίσεις
- Θα το σκεφτώ. Νομίζω πως δεν το αξίζεις
είπες και γύρισες να φύγεις.
Πετάχτηκα στα σκοτεινά
στον κόσμο μου γύρισα.
Μόνος μου. Μόνος!
Το κλάμα δεν έβγαινε
Δύσκολα έπεισα την πρώτη αναπνοή να γεννηθεί
Κι ύστερα φώναξα στη νύχτα
«Ζεις μέσα μου;»
Σα λύκος, δυνατά, με το βλέμμα στο φεγγάρι.
Δεν απάντησες.

Τζακ Σκύλος