
Δεν περνούσε μέρα που να μην βγάλει τα πρόβατα από το μαντρί. Μήτε Πάσχα μήτε Χριστούγεννα λογάριαζε. Έτρωγε κάτι στο πόδι κι έλεγε << άντε Χριστός ανέστη ,τα ζωντανά με περιμένουν κι άργησα κιολας>>.
Μία ολόκληρη ζωή έζησε μέσα στα πρόβατα. Μεγάλωσε με αυτά και μεγάλωσαν έτσι και τα παιδιά του. Τα ξεχώριζε ένα ένα με τα χούγια του το καθένα και τα ονόματά τους.
Ήθελε ο πρωτότοκος γιος να μπει στην δουλειά, να συνεχίσει την παράδοση. Του θύμωσε και δεν του μιλούσε για μέρες όταν κατάλαβε ότι δεν θα γίνει το όνειρο του πραγματικότητα.
Αγαπούσε την οικογένειά του αλλά πρώτη και τελευταία σκέψη του πριν κοιμηθεί ήταν το κοπάδι. << Τόσα τα γαλάρια, η Μόσχω θέλει γιατρό, αύριο θα τα πάω να βοσκήσουν δίπλα στην θάλασσα το γάλα τους βγαίνει πιο νόστιμο >>.
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια τα χέρια έτρεμαν για να κόψει το ψωμί και το τυρί, κολατσιό καθημερινό,και το παγούρι βαρύ στο ταγάρι. Οι περίπατοι για τα βοσκοτόπια πιο κοντινοί και τα << κεφάλια>> πιο λίγα.
Τα παιδιά μεγάλωσαν έκαναν δικά τους παιδιά και τον παρακαλούσαν να σταματήσει την δουλειά. Ποιά δουλειά; Την ζωή του του έλεγαν να σταματήσει. Όταν τον πίεζαν πολύ γελούσε κι έλεγε << θέλετε να πεθάνω >>;
Και μετά τα τόσα χρόνια μακριά από τους ανθρώπους αλλά κοντά στα ζώα και στην φύση έγινε λιγόλογος,απέκτησε μία περίεργη σοφία λες και τα γνώριζε όλα πριν ακόμη γίνουν, και τελικά κατέληξε να γίνει αρνί. Ένας ήρεμος, πράος, πάντα χαμογελαστός παππούς, χωρίς να ακούσουμε από τα χείλη του ούτε παράπονο ούτε γκρίνια ούτε θυμό. Τα είχε όλα όσα ήθελε από την ζωή μέσα σ' εκείνο το ταγάρι, μέσα σ'εκείνο το σπίτι, μέσα σ'εκείνο το μαντρί.
Α.Π
0 Σχόλια