Το έχει καταλάβει πως τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Όχι γενικά, στον κόσμο- ή μάλλον και στον κόσμο, φυσικά, -αλλά ειδικά στη ζωή του. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά από πάντα.
Πολλά δεν πήγαιναν καθόλου καλά.
Ίσως αυτό που τον έβαλε σε υποψίες να ήταν εκείνα τα πρώτα, μικρά, αθώα κοψιματάκια, από παιδί ακόμα, η ηδονή που έπαιρνε από τον πόνο ή ακόμα και την σκέψη του πόνου. Τα μονίμως ματωμένα του γόνατα. Οι μελανιές από τσακωμούς. Τα κρυμμένα ξυραφάκια στο πορτοφόλι. Οι φαντασιώσεις βίας και ακραίας αγωνίας. «Η ηδονή του θανάτου», ήθελε να το λέει με λογοτεχνικό ρομαντισμό. Ξεχείλιζε από λαχτάρα για περιπέτεια και δράμα. Στην πραγματικότητα μάλλον έπασχε από κάποιο ξεθυμασμένο τραυματικό σοκ γαρνιρισμένο με σύνδρομο καταδίωξης, μπόλικες ενοχικές απαγορεύσεις και μια έμφυτη ανικανότητα να ζει στην γαμημένη ρουτινιάρα πραγματικότητα. Τα ήθελε ο κώλος του, εν συντομία.
Όχι πως δεν προσπάθησε να ζήσει κανονικά. Κάθε άλλο! Υπήρξε μια εποχή που έκανε ένα γενναίο διάλειμμα από τη λόξα του, έζησε για λίγα χρόνια σχετικά φυσιολογικά, σπούδασε, παντρεύτηκε, άνοιξε επιχείρηση, έγινε πατέρας. Αλλά τα τερατάκια στο μυαλό του δεν τον άφησαν να χαρεί για πολύ. Έπρεπε- όφειλε!- να είναι δυστυχισμένος. Έπρεπε να υποφέρει, να πονά, να αγωνιά. Μόνο έτσι ήξερε να ζει.
Σταδιακά τα κατάφερε να χάσει την οικογένειά του, τη δουλειά του, την όποια αξιοπρεπή εικόνα είχε αποκτήσει στον κόσμο. Το έκανε με τη βοήθεια του ποτού, των χαπιών, του τζόγου και του άσωτου βίου. Το να πονάει συνεχώς σωματικά έγινε συνήθες, δε θυμόταν καν πότε δεν πονούσε τελευταία φορά. Το να ξεχνάει πράγματα, ώρες ολόκληρες από τη ζωή του, να ξυπνάει ληστεμένος από τα λιγοστά του χρήματα και υπάρχοντα στην πλατεία, να τρώει μπαγιάτικο φαγητό πέντε ημερών από το ψυγείο, να τον χαιρετούν στο δρόμο άγνωστες ύποπτες φάτσες που από κάπου τον ήξεραν, όλα έγιναν μέρος της καθημερινότητάς του.
Στον αντίποδα, υπήρχαν και μερικοί καλοί φίλοι, από αυτούς που είναι για μια ζωή, που λες και είχαν «κολλήσει» μαζί του. Τον στήριζαν. Τον παρηγορούσαν. Τον έβαζαν να υπερβαίνει τα λίγα του και να αναγνωρίζει τα πολλά του. Γιατί αλήθεια, είχε και κάποια καλά ο άνθρωπος. Μυαλό, ευαισθησία, εντιμότητα, φιλότιμο. Και ήταν και γαμάτος αρχιτέκτονας. Ναι, αυτό συνεχώς το ξέχναγε, «σιγά τα αρχίδια, ντουβάρια στήνω στη σειρά για να πηδιούνται οι άλλοι με την ησυχία τους», σκεφτόταν όποτε έκανε να ξεπηδήσει από τα Τάρταρα εκείνη η υπέρβαση που λέγαμε πριν. Οι φίλοι του όμως επέμεναν. Τον έβλεπαν αλλιώς. Τον εκτιμούσαν, τον νοιάζονταν. Τι κι αν ο ίδιος δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του.
Εδώ και κάποια χρόνια είχε αρρωστήσει «γενικά». Όλες του οι λειτουργίες στο κόκκινο. Πίεση, ζάχαρο, χοληστερίνη, ουρικό οξύ, όλα φωτιά και λάβρα. Πήγαινε γραμμή για τον άγιο Πέτρο, το ήξερε. Κάθε βράδυ αποκοιμιόταν με φρικτούς εφιάλτες- ή στουπί στο μεθύσι. Μόλις ξεμέθαγε οι σκέψεις του του έχωναν σφαλιάρες. Έκλεινε τα μάτια και έβλεπε φλας από ταινίες τρόμου. Έκρηξη σε ένα στρατόπεδο, η γη διαλύεται από μετεωρίτες, το κορμί του καίγεται μέσα σε μια θάλασσα φωτιάς, ένα μωρό ουρλιάζει γιατί του τσακίζουν το πρόσωπο. Παιδιά στις ρόδες αυτοκινήτων. Το δικό του παιδί! Όχι! Όχι!
«Ξύπνα, μαλάκα, δεν πας καλά», του φωνάζει το μυαλό του.
Το αγνοεί. Δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κάτι. Του χει γίνει εμμονή μια εικόνα με ένα πουλί κολλημένο στην πίσσα. Τα ποδαράκια του να βουλιάζουν στο λιωμένο μείγμα κάποιας ασφάλτου που γρήγορα κρυώνει και το φυλακίζει εκεί. Πεταρίζει για λίγο, παλεύει όσο μπορεί να ελευθερωθεί, στο τέλος στέκεται ακίνητο και γυρίζει και τον κοιτάζει στα μάτια.
«Είναι μάταιο. Αφού έκατσα στην πίσσα θα υποστώ τις συνέπειες!», του σφυρίζει.
Τώρα τελευταία αποφεύγει τους φίλους του. Του θυμίζουν ποιος θα μπορούσε να είναι, τον κάνουν να ντρέπεται για ότι έχει γίνει. Αισθάνεται κατώτερός τους, άθλιος, δε θέλει πια τη βοήθειά τους. Τι μπορεί να περιμένουν πια από αυτόν; Μήπως να τους γαμήσει και τη δική τους ζωή; Μήπως γελάνε με την κατάντια του; Μήπως τον κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη του;
«Ωχ, σκάσε πια! Γίνεσαι παρανοϊκός», νευριάζει με τον εαυτό του.
Σε λίγο ίσως να μην μπορεί πια να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την παράνοια. Σε λίγο ίσως να πιστέψει τα διεστραμμένα σενάρια της φαντασίας του.
Πουλί κολλημένο στην πίσσα. Δεν μπορείς να το σώσεις. Να κάνεις τι; Να του κόψεις τα πόδια; Να κόψεις το κομμάτι ασφάλτου που το κρατάει και να το χεις να ζει κολλημένο εκεί, σαν μπιμπελό στο γραφείο σου; Όχι, τίποτε από τα δύο. Απλά δέξου το αναπόφευκτο της μοιραίας του επιλογής. Κλάψε αν θες. Νευρίασε. Βάλτου τις φωνές για την ηλιθιότητά του. Εκτίμησε, αν θες και τις νότες από το τελευταίο του στριγκό κελάηδισμα. Είναι το επιστέγασμα ολόκληρης της ζωής του. Είναι το μόνο που του χει μείνει να δώσει. Μην περιμένεις όμως να βγει από εκεί. Μην περιμένεις να ακούσεις γλυκοκελαηδήματα. Μην έχεις απαιτήσεις να σχεδιάσει φτερουγίσματα. Είναι σκληρό να το ζητάς αυτό… από ένα πουλί κολλημένο στην πίσσα.
Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου





0 Σχόλια