Από τότε που γεννήθηκε όλοι την θαύμαζαν για την ομορφιά της. 
Ήταν σαν αγγελούδι που κατέβηκε στην γη. Μεγάλωνε και κάθε μέρα γινόταν και πιο όμορφη. 
Και πόσο δύσκολο είναι να μαλώσεις ένα πλάσμα που σου σουφρώνει γλυκά τα χειλάκια του κι έχει  έτοιμο το δάκρυ _ διαμάντι να κυλήσει στο ρόδινο μάγουλο. 

Έτσι μεγάλωνε πολυαγαπημένη,σαν μια μικρή ψεύτικη κούκλα. Έκρυβε καλά τον θυμό της,την δυσφορία της, το μίσος της γι'αυτούς που την λάτρευαν και της το έδειχναν με κάθε τρόπο, χωρίς λόγο, απλά επειδή ήταν όμορφη. 
Έμαθε με τον καιρό περισσότερα νάζια καλύτερα κόλπα για να μην χρειαστεί ποτέ να κοπιάσει για τίποτα αφού όλοι έτρεχαν να την ευχαριστήσουν, απλά και μόνο για την ύπαρξή της. 
Έμαθε να παίρνει χωρίς να χρειάζεται να δώσει.
 Ο χρόνος όμως είναι αμείλικτος. Αργά και βασανιστικά έβγαζε κάθε άσχημη σκέψη που είχε κάνει ποτέ και την χάραζε στο πρόσωπό της. 
Στο τέλος  έγινε μια τρομακτική ζωγραφιά, ενός αγνώριστου προσώπου σ'αυτήν, γιατί η ψυχή της είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό της.Όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη, έβλεπε  ένα αποκρουστικό πρόσωπο για τους άλλους.
Δεν είχε πλέον τίποτα. Τα είχε χάσει όλα και όλους. Έτσι προτίμησε να πάει στο βουνό που έβλεπε κάθε μέρα από το παράθυρό της και να χαθεί για πάντα. 
Από τότε κανένας δεν έμαθε ποτέ τί απέγινε. Κάποιοι είπαν ότι είδαν μια άσχημη γριά να περιφέρεται, τρελή πια,και να ρωτάει τα δέντρα και τα πουλιά << δεν είμαι πολύ όμορφη; >>.
Αλλά και αυτό δεν είναι βέβαιο ότι έχει συμβεί γιατί όταν τους ρωτούσαν λεπτομέρειες δεν είχαν τίποτα να πούνε από φόβο μήπως τους περάσουν για τρελούς.
Α.Π