Θεά μου, πουτάνα μου… 
Τίτλοι ευγενείας και θέωσης που φέρνεις εσύ ζαφειρένιο δέντρο του δάσους. 
Σφίγγεις το σώμα και πας. Βήμα γοργό… 
Σαν άβυσσος τα χέρια σου. 
Στο σκόρπισμα της σκόνης του αδιάβατου μονοπατιού, του αόρατου δρόμου.
Πετάει, αιωρείται στο φως της μεγάλης έκστασης, του ταξιδιού που σχεδίασε για να φτιάξει το παλάτι του δράκου με τα πληγωμένα σαγόνια.
Και να φτάσει γλιστρώντας στ’ ουρανού τους κήπους, στο φως, στα μαργαριτάρια να στρώσει, να ξαπλώσει, σώμα, ψυχή, καρδιά και νου και λογισμό και σκέψη, να νιώσει του αόρατου Θεού το άγγιγμα, της αστείρευτης ομορφιάς του ωραίου.
Δικός της όλος ο κήπος και τα φίδια στα μαλλιά της στολίζουν την πιο απόμακρη σκέψη της.
Το λουλούδι στα χείλη της θαμπώνει του Θεού το βλέμμα.
Με φέρνουν εδώ οι σκιές της Θεάς και της πουτάνας.
Να ζήσω αιώνια εκεί, στο πορτοκαλί του άπειρου, με τη ζωή της Θεάς, με τους καρπούς της πουτάνας.
Στο κάστρο που υψώνεται να φτάσει τ’ αστέρια, στου φεγγαριού το φως λουσμένο όμορφο γυμνό κοριτσιού κορμί.
Δυό διάφανα κομμάτια ύφασμα μαύρο με παράξενη υφή, να αιωρούνται μπροστά μου νωχελικά. Λάγνα. 
Μια Θεά και μια πουτάνα.

Γιώργος Χρηστάκης