Μια φορά, όταν ήμουν 6 χρονών και όλη μέρα έπαιζα και έβλεπα τις ταινίες του Ντίσνευ και επιπλέον απολάμβανα τα ιδιαίτερα μαθήματα της νταντάς Χρυσάνθης,  οι γονείς μου μού ανακοίνωσαν  ότι πρέπει να πάω στο σχολείο, πως εκτός από υποχρεωτικό, είναι και σημαντικό για την εξέλιξή μας.
Και πριν καταλάβω καλά καλά τι γίνεται, με στείλανε στο «Σχολείο Φ.» στην οδό Σ.
Εκεί στο σχολείο, δεν καταλάβαινα τίποτα, δεν καταλάβαινα λέξη.
Μια μέρα αρρώστησα και επέστρεψα στα ιδιαίτερα μαθήματα της Χρυσάνθης. Εκεί τα καταλάβαινα όλα. Όμως αργότερα πήγα πάλι στο σχολείο, όπου δεν καταλάβαινα τίποτα.
Γενικά, σε όποιο σχολείο κι αν πήγα, δεν κατάλαβα ποτέ λέξη. Ήταν μάλλον παθολογικό.
Στο γυμνάσιο τα ίδια και χειρότερα. Τώρα δεν καταλάβαινα τίποτα απολύτως.  Όλα μου φαίνονταν πολύπλοκα, ανούσια και περιττά. Προφανώς ήθελα την ζωή άμεσα και όχι με «σχολικές» παρακάμψεις. Ήθελα να παίζω, ήθελα στο δάσος, ήθελα στα κατσικάκια και προπαντός ήθελα στα άλογα και τα γαϊδουράκια.
Απελπισμένος ο μπαμπάς, μου σύστησε να πηγαίνω στην βιβλιοθήκη και να επιλέγω μόνη μου τα βιβλία μου.  Εκεί νομίζω πώς κάποιος μια φορά μου είπε, «μην ανησυχείς, η πράξη θα δείξει». Όμως εγώ ούτε την θεωρία έμαθα, ούτε την πράξη. Ήταν όλα ακατανόητα και βαρετά, ψυχοφθόρα, αν και εκεί τουλάχιστον βρήκα κάποιες «πνευματικές αξίες».
Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κάπου στις αρχές  της χρονιάς, («λύκειο» δεν υπάρχει στο εξωτερικό), θυμωμένη με το καθεστώς, την κοπάνισα από το σχολείο και από τους γονείς μου και πήγα  στο Black Forest της Βαυαρίας με δανεικά λεφτά.... από του μπαμπά μου το πορτοφόλι.
Εκεί ήταν φθινοπωρινό δάσος, εκεί ήταν υγρά βρύα, εκεί ήταν ορεινή ομίχλη, εκεί ήταν το πλατσούρισμα των νερών τη νύχτα.
Δεν αποθύμησα «την δουλειά» ούτε μια στιγμή και ο μπαμπάς μου -αφού με στόλισε κανονικά- μου είπε πως, δεν ξέρει που πάω, αλλά μεγαλώνω σιγά σιγά και αυτό δεν τον αφορά.
Που πάω λέει!! Πού πάω; Πάω στις ομίχλες. Οι άλλοι που πάνε δηλαδή;

.......................
Άνα Ζουμάνη