Στο τεράστιο λιβάδι του πάρκου ήταν μικρά λευκά και ροζέ, σχεδόν κλειστά τριαντάφυλλα, με αφέλεια διάσπαρτα ―κι όμως κάπως στριμωγμένα― όπως τα κολχικά* στους οπωρώνες.
Γύρω από το πιτσιλωτό κοκκινόλευκο λιβάδι απλωνόταν ένα φαρδύ ψηφιδωτό μονοπάτι με υπέροχη κιτρινοκόκκινη άμμο.
Πάνω στην υπέροχη άμμο σουλατσάριζαν ―με τα νηματοειδή κομψά πόδια τους και το αριστοκρατικό τους βάδισμα― εκατοντάδες ροδοκόκκινα φλαμίνγκο.
Ανάμεσα στα ροδοκόκκινα φλαμίγκο βολτάριζαν ―αμήχανοι― οι επισκέπτες, οι οποίοι έπρεπε να προσέχουν μη πατήσουν κατά λάθος τα πουλιά και τα πληγώσουν.
To σκηνικό ήταν ένα καπρίτσιο του ιδιοκτήτη του πάρκου που κοίταζε παράλυτος από το παράθυρο του κάστρου.
«Έχει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό η παράσταση, Υψηλότατε;»
«Ίσως, όμως δεν ξέρω κι εγώ καλά. Ίσως μ' αρέσει να βλέπω των ανθρώπων το αδέξιο περπάτημα»

.......................
Άνα Ζουμάνη