Είχε μια θλίψη η κάθε Κυριακή
και κάθε απόγευμα τα φώτα πριν ανάψουν.
Η μια σιωπή πίσω απ' την άλλη
στοιχισμένες σωστά
πατάνε πάνω μου και με λερώνουν.
Και ξαφνικά!
βροχή
Από κορδέλες
που σα λυτά μαλλιά κυλούσαν καταρράκτης
και μια γιορτή από γέλιο
έσκυψαν πάνω μου
κι έγινα ολόκληρος φιλί.
Έγινα αίσθηση
Αφή
Έμαθα να χαϊδεύω
Ήρθε η ώρα που στη γοργόνα που ρωτά
«ζει ο έρωτας;»
«ναι» ν' απαντήσω.
Ήπια κόκκινο τ' ουρανού
Ροζ του πιο υπέροχου κορμιού
το θηλυκό σου νέκταρ.
Ήταν γιορτή
Μια Κυριακή
που μια φωνή έδιωξε τη θλίψη
κι αντί για φώτα
μόνο κεριά
και μια αγκαλιά που όμοιά της δεν υπάρχει.
Μια μπαλαρίνα όλα αυτά
Χορεύει μέσα μου
Χορεύει και γελά
Κι εγώ ζητιάνος της
Να μείνει!

Ιππαρχίδης Ρούφας