Στις μέρες μας η αγορά ενός καινούργιου ρούχου είναι μια εύκολη διαδικασία. Πηγαίνεις σε ένα δύο τρία ή και περισσότερα καταστήματα διαλέγεις το ρούχο που εξυπηρετεί τις ανάγκες σου, το φοράς, βλέπεις ότι σου ταιριάζει στο σώμα και στο πορτοφόλι σου, το πληρώνεις και φεύγεις.
Αγαπημένοι μου τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο εύκολα και τόσο απλά. Και θα σας εξηγήσω παρακάτω τί εννοώ. Είμαι σίγουρη ότι θα έχετε και κάποιες άγνωστες λέξεις, αλλά γι'αυτό είμαι εδώ.
Λοιπόν ξεκινάμε.
Πριν κάποια χρόνια αν χρειαζόσουν, ας πούμε ένα φόρεμα, έπρεπε να ακολουθήσεις αυτή την, όχι και τόσο απλή, διαδικασία.
Πρώτα πήγαινες στο μοδιστράδικο, δηλαδή σ'ένα δωμάτιο στο σπίτι της μοδίστρας. Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να σας περιγράψω τον χώρο.
Το δωμάτιο έχει υφάσματα παντού. Έχει έναν καναπέ δύο πολυθρόνες, την ραπτομηχανή και ένα ξύλινο μπούστο πάνω σε μια σιδερένια βάση. Ένα τραπέζι που κόβεται το πατρόν, και ένα μικρότερο τραπέζι με μία καρέκλα για την βοηθό.
Υπάρχουν παντού κλωστές, κουμπιά και γενικότερα ένα χάος που μόνο η μοδίστρα μπορεί να βγάλει άκρη.
Και κλείνω την παρένθεση για να μπω στο κυρίως θέμα.
Επίτηδες δεν ανέφερα ότι στο υποτυπώδες σαλονάκι υπάρχει ένα τραπεζάκι γεμάτο φιγουρίνια. Ξέρω ότι το μυαλό σας αρχίζει να ψάχνει τί είναι τα φιγουρίνια και γιατί κάτι που θυμίζει ψάρι, όπως λιθρίνια ας πούμε, φιγουράρει πάνω στο τραπεζάκι. Γι'αυτό είμαι εδώ όπως σας υποσχέθηκα πιο πάνω, για να σας λύνω τις απορίες.
Λοιπόν τα φιγουρίνια δεν ήταν τίποτα άλλο από περιοδικά, ξένης προέλευσης συνήθως, που είχαν φωτογραφίες από μοντέλα με ρούχα. Η ενδιαφερόμενη έπρεπε να ξεφυλλίσει τα περιοδικά για να διαλέξει το σχέδιο του φορέματος, συνήθως όταν έπρεπε να περιμένει την <<πρόβα >>της προηγούμενης πελάτισσας.
Αφού αποφάσιζε το σχέδιο του φορέματος, έπρεπε να συνεννοηθεί με την μοδίστρα για τις πήχες δαντέλας ή  τα κάτια υφάσματος που έπρεπε να αγοράσει. Ουπς! άγνωστες λέξεις; Οι πήχες και τα κάτια ήταν μονάδες μέτρησης τότε. Σαν να λέμε σήμερα πόσα μέτρα ύφασμα χρειάζεται το φόρεμα.
Αφού της  «έπαιρνε τα μέτρα» η μοδίστρα, φράση που σήμερα χρησιμοποιούν μόνο οι νεκροθάφτες ,κατέληγαν στο είδος του υφάσματος που ταίριαζε με το στυλ του φορέματος. Ταυτάς, σιφόν, μεταξωτό κτλ.
Δεν τελειώσαμε ακόμη. Τώρα αρχίζει το καλό.
Η κυρία πρέπει να πάει στο κατάστημα με τα υφάσματα να διαλέξει το σχέδιο, το χρώμα και το είδος που θέλει. Εκεί την περιμένει ο υφασματέμπορος. Γιατί ήταν σχεδόν πάντα άντρας, ως επί το πλείστον κοντός, δεν ξέρω να σας πω γιατί ήταν οι περισσότεροι κοντοί ,πάντως όλοι ανεξαιρέτως χρειάζονταν μια σκαλίτσα μικρή για να φτάνουν στα πάνω πάνω ράφια.
Ανοίγω μια μικρή παρένθεση για να σας περιγράψω τον χώρο. Μικρό μαγαζί, όλα τότε μικρά ήταν, γεμάτο με ατελείωτα μέτρα υφασμάτων, τα λεγόμενα τόπια. Έβρισκες εκεί μέσα τα πάντα,χρώματα, σχέδια,δαντέλες, κορδέλες.
Κλείνω την παρένθεση και επιστρέφω στην πελάτισσα και τον υφασματέμπορο.
Σαν ένας μάγος όλο χάρη και μαεστρία κατέβαζε τα τόπια που του υποδείκνυε η κυρία, ή της πρότεινε αυτός.
«Αχ!αυτό αυτό να πάρετε κυρία Ζαμπέτογλού μου που ταιριάζει με τα μάτια σας» κι ας ήταν τα μάτια της κυρίας Ζαμπέτογλου σαν μικρές άρρωστες ελιές. Και δώστου να της ρίχνει υφάσματα στο ώμο μαζί με  τα κοπλιμέντα.
Κάποια στιγμή αποφάσιζε η κυρία ποιό ύφασμα θα αγοράσει και έπρεπε να πει πόσες πήχες θέλει. Ο έμπορος έπαιρνε τα μέτρα τοποθετώντας το ύφασμα στον πάγκο του και με το ψαλίδι και το σαπουνάκι στο χέρι ρωτούσε όλο αγωνία την κυρία. «είστε σίγουρη κυρία Ζαμπέτογλου, να το κόψω?». Η αγωνία του έφτανε στο κατακόρυφο γιατί αν έκανε την ψαλιδιά και η κυρία άλλαζε γνώμη θα πήγαινε στράφι το ύφασμα.
Μήπως κουραστήκατε; Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Όταν θα παραπονεθεί κάποια την επόμενη φορά ότι κουράστηκε στην αγορά, ας το ξανασκεφτεί.
Συνεχίζουμε λοιπόν με την κυρία να έχει πάρει το ύφασμα της αρεσκείας της και να πρέπει να πάει να διαλέξει κουμπιά.
Εδώ ο έμπορος είναι πάντα γυναίκα. Το μαγαζί είναι κι αυτό μικρό και γεμάτο με κουτάκια που το κάθε κουτί έχει από έξω ένα κουμπί.
Σαν ειδικός επιστήμονας της κουμπολογίας ζητάει από την κυρία να δει το ύφασμα. «Αχ!κυρία Ζαμπέτογλου τί ωραίο χρώμα και τα ανθάκια μούρλια, θα βρούμε ένα κουμπί που θα το κάνει ακόμη πιο ωραίο. Έφερα τώρα τελευταία από το Παρίσι κάτι κουμπιά άλλο πράγμα».  Αυτό με το Παρίσι και τις εισαγωγές από άλλες χώρες ήταν και πιασάρικο και μπορούσε να χρεώσει και κάτι παραπάνω ,κι ας ήταν τα κουμπιά ξεχασμένα στην αποθήκη και τα ανακάλυψε το πρωίπου πήγε να πάρει την σκούπα.
«Τί λέτε γι'αυτό ή μήπως καλύτερα να τα ντύσουμε;» . Όπα εδώ χρειάζεται εξήγηση και το κάνω ευθύς αμέσως. Ναι αγαπημένοι μου, τότε, μπορούσες ένα απλό κουμπί να το <<ντύσεις >>. Έπαιρνε η ειδικός ύφασμα από το οποίο θα γινόταν το φόρεμα και το έραβε στα κουμπιά.
Αφού κατέληγαν στο τέλειο κουμπί έφευγε η κυρία από το μαγαζί και πήγαινε πίσω στην μοδίστρα. Εκεί της έκλεινε ραντεβού για την πρώτη πρόβα αφού της έπαιρνε ακόμη μια φορά τα μέτρα. Περιφέρεια, στήθος, πλάτη, μανίκι, μάκρος. Η λίστα αναμονής μεγάλη αφού η Γιώτα του μπακάλη ήθελε άνοιγμα στο ζωνάκι,είχε πάρει λίγα κιλά το Πάσχα, και η Πολυξένη του Ζαφείρη κόντεμα στο στρίφωμα. Άγνωστες λέξεις αγαπημένοί μου? Ε! Όχι και όλα μασημένη τροφή, γκουγκλάρετε και κάτι, όλα εγώ πια?
Και έφτασε η μέρα της πολυπόθητης πρώτης πρόβας. Εκεί η κυρία βλέπει το ωραιότατο ύφασμά της πετσοκομμένο κουρέλι και την μοδίστρα ως άλλος φακίρης να έχει τριάντα καρφίτσες στο στόμα και με τα χείλη σφιγμένα να λέει «μην κουνιέσαι καημένη θα σε τρυπήσω, εδώ καλά είναι το μανίκι?». Και χωρίς να έχει καταλάβει και πολλά η κυρία, η μοδίστρα της λέει ότι το φόρεμα θα είναι έτοιμο την άλλη εβδομάδα.
Έτσι κάπως πρίν από κάποια χρόνια γινόταν ένα φόρεμα. Τότε που όλα τα πράγματα είχαν αξία γιατί περίσσευε ο κόπος το μεράκι, η χαρά της προσμονής, και η αδημονία για το τελικό αποτέλεσμα.
Έτσι και η κυρία Ζαμπέτογλου, έβγαινε σαν φιγουρίνι στην βόλτα την Κυριακή, καθόταν στο ζαχαροπλαστείο για μια πάστα με τον κύριο Ζαμπέτογλου και καμάρωνε το καινούργιο της φόρεμα!

Φωτογράφος:Σοφία Οτατζόγλου

Αλεξάνδρα Παππα