Ένα αιωνόβιο, γέρικο δέντρο στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού. Το χώμα γύρω του ήταν λιγοστό κι ήταν χρόνια τώρα που δεν έφτανε πια για να το θρέψει και λιμοκτονούσε και ξεραινόταν αργά και βασανιστικά. Δυο μέτρα παρέκει είχε φυτρώσει ένα λιανό και λυγερό δεντρί, ολοπράσινο και γεμάτο ζωντάνια. Όλο ρωτούσε το γέρικο δέντρο για την παλιά του γνώση κι όλο το εκνεύριζε και το τάραζε με τις απορίες του. Το δέντρο στην άκρη του γκρεμού όλο και έγερνε προς τον γκρεμό, όλο και ξεραινόταν, όλο και αδυνάτιζαν οι κουρασμένες ρίζες του. Σαν αναλαμπή θυμόταν καμιά φορά τον εαυτό του, αιώνες πριν, ολάνθιστο δεντράκι κάπου μακρύτερα από το χείλος του γκρεμού. Τα χρόνια είχαν διαβρώσει σιγά σιγά το έδαφος, οι νεροποντές είχαν παρασύρει το χώμα, κι ότι καλό και θρεπτικό χανόταν στο κενό κάτω απ τα πόδια του. Ακόμα και τα φύλλα του και οι καρποί και τα κλαριά του στο κενό έπεφταν κι όχι στο έδαφος, να το πλουτίσουν και να το γεμίσουν νέα ζωή. Το νεότερο δέντρο χρόνο το χρόνο ψήλωνε, ο κορμός του δυνάμωνε, γερά κλαριά απλώνονταν και στριφογύριζαν στον αέρα κι όλο και πλησίαζε το σκελετωμένο πια, ετοιμοθάνατο δέντρο. Είχε μάθει να μην το ενοχλεί πια με ερωτήσεις, να το αφήνει να κοιμάται και να αναπολεί τις μακρινές εποχές της νιότης του. Πιο πολλά μάθαινε τώρα ακούγοντας εκείνες τις αναπολήσεις, παρά ρωτώντας το πεισματικά όπως παλιά. Μάθαινε για τη μορφή που χε παλιότερα ο κόσμος, τα πλάσματα που είχαν περάσει κι είχαν φύγει, το νερό που άλλοτε ανέβαινε σαν θάλασσα κι άλλοτε χανόταν σε υπόγειους ποταμούς. Μάθαινε για τα μέταλλα, τα στοιχεία του εδάφους, το ζωντανό και νόστιμο χώμα που κατέβαινε από το λόφο πίσω τους και αργά αργά κατέληγε στο βάθος του γκρεμού. Κι ο γκρεμός ακόμα, αιώνα τον αιώνα φάνταζε πια ρυχότερος, πιο κοντινός και πιο φιλόξενος, με όλο το χώμα που μαζεύονταν στην πλάτη του. Δεν έφτανε ακόμα να δει αυτό το θαύμα το νέο δέντρο, μα το καταλάβαινε από όσα άκουγε από τον φίλο του. Ήρθε μια μέρα που το ετοιμοθάνατο πια δέντρο έβγαλε με τα τελευταία ίχνη της ζωής του έναν στερνό, μονάχο καρπό, κι άπλωσε τρέμοντας το ροζιασμένο φορτωμένο του κλαρί προς το νέο δέντρο πίσω του. Μπλέξανε μια στιγμή τα κλαδιά τους, σαν να αγκαλιάζονταν για αποχωρισμό, μπλέχτηκε κι μικρός καρπός κι έμεινε ανάμεσα στα φύλλα του νέου δέντρου. Ράγισε τότε με μιας ο κατάξερος κορμός και με έναν ήχο φρικτό διαλύθηκε και γκρεμίστηκε από την άκρη του βράχου. Το μεγάλο δυνατό δέντρο συγκλονίστηκε και θρήνησε για την απώλεια του μοναδικού του φίλου, τινάζοντας μανιασμένα τα κλαριά του. Εκσφενδονίστηκε και ο μικρός καρπός κι έπεσε πίσω, μακριά, κατά το λόφο.

Ένα αιωνόβιο, γέρικο δέντρο στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού. Το χώμα γύρω του ήταν λιγοστό κι ήταν χρόνια τώρα που δεν έφτανε πια για να το θρέψει. Δυο μέτρα παρέκει είχε φυτρώσει ένα λιανό και λυγερό δεντρί, ολοπράσινο και γεμάτο ζωντάνια. Όλο ρωτούσε το γέρικο δέντρο για την παλιά του γνώση. Το δέντρο στην άκρη του γκρεμού όλο έγερνε προς τον γκρεμό και ξεραινόταν. Σαν αναλαμπή θυμόταν καμιά φορά τον εαυτό του, αιώνες πριν, ολάνθιστο δεντράκι κάπου μακρύτερα από το χείλος του γκρεμού. Με κατανόηση και υπομονή απαντούσε στο μικρό του φίλο κι έλυνε κάθε απορία του. Με κατανόηση και υπομονή, καμάρωνε κάτω απ τα πόδια του το δάσος που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε. Γιατί αιώνες τώρα, εκεί στο βάθος του γκρεμού, οι σπόροι του πετούσαν με τον άνεμο και φύτρωναν κι εκατοντάδες πανέμορφα δέντρα σήκωναν τα κλαριά τους και ευγνωμονούσαν το γέρικο αιωνόβιο δέντρο για τη ζωή που τους χάριζε.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου