Μέσα στον ιστό της μπλέχτηκε η αγάπη, ο πόνος ο φόβος, η λατρεία. Ένα κουβάρι όλα. Πώς να βγάλει άκρη; Αγράμματη γυναίκα, ήθελε το καλύτερο για τον μονάκριβο γιο της, αλλά ο φόβος είχε μπλέξει με την αγάπη και κέρδιζε έδαφος κάθε μέρα.
Μην πάθει τίποτα το παιδί, μην κρυώσει, μην κλάψει....!
Και τα χρόνια περνούσαν, στον ιστό που είχε πλέξει για να μπορέσει να του προσφέρει τα πάντα κόλλησε και το παιδί. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει και όσο προσπαθούσε τόσο πιο πολύ κολλούσε.
Βέβαια δεν του έλειπε τροφή και καλυπτόταν όλες του οι βασικές ανάγκες, αλλά αυτό δεν του έφτανε πια. Έβλεπε τα άλλα παιδιά να ανοίγουν τα φτερά τους και πετάνε μακριά. Να ζουν την ζωή τους με τις ομορφιές και τις δυσκολίες της.
Θύμωσε με την μάνα, μάτωσε για να της δώσει να καταλάβει ότι δεν την θέλει άλλο αυτήν την αγάπη.
Αυτή, η μάνα, ποτέ της δεν κατάλαβε πώς από τόσο καλό παιδί έγινε αχάριστο και νευρικό. Πώς έφτασε στο σημείο να μην την αγαπάει, αυτήν που του έδωσε τα πάντα. Που θυσιάστηκε για χάρη του, έμεινε κολλημένη στον ιστό της και του πρόσφερε όλο της το είναι.
Μια μέρα ξύπνησε το παιδί και κατάλαβε ότι ήταν ελεύθερο. Κοίταξε γύρω του χωρίς να πιστεύει αυτό που ζούσε. Η μάνα ένα κουβάρι στον ιστό της, που σαν κουκούλι, έγινε το φέρετρο της.
Τώρα τί θα την έκανε την ελευθερία που χρόνια ποθούσε; Πού θα πήγαινε, πώς θα ζούσε;
Λίγο παρακάτω μια άλλη μάνα, πολύ νεότερη, έπλεκε έναν ιστό για το παιδί που ήξερε ότι κάποια μέρα θα φέρει στον κόσμο. Πήγε κι κόλλησε στον δικό της ιστό.
Ένιωσε τέτοια ανακούφιση, τέτοια χαρά, πίστεψε ότι επέστρεψε στο σπίτι του. Και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην θυμώσει ούτε να πει κακή κουβέντα στην καινούργια μαμά του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και περίμενε να έρθει η ώρα του φαγητού.

Αλεξάνδρα Παππά