Κοντά μέσα του Μάη κι έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες ζέστες.
Ο λιγοστός ύπνος του, άρχισε να συρρικνώνεται κι αυτός.
Μια ζοφερή ανησυχία τον κυρίευε με σχεδόν βίαιο τρόπο.
Μια αποπνικτική αγωνία, η προσμονή ενός απροσδιόριστου καλού - κακού τον βασάνιζε.
Ίσως και να ήταν ένας απλός εκνευρισμός, μια διάθεση της στιγμής.
Τίποτα άσχημο ή απειλητικό δεν κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του.
Ίσως όλα αυτά να ήταν σημάδια για να επισκεφθεί κάποιο ειδικό. Ίσως να υπόβοσκε μοχθηρά κάποια ασθένεια των νεύρων.
Δεν υπήρχε καμιά λογική εξήγηση για τις ανησυχίες και τους φόβους του.
Το μόνο σίγουρο είναι πως πράγματι δεν μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο η λογική σε κάτι τέτοιες ασυνήθιστες νευρολογικές καταστάσεις. Συχνά μένει να παρατηρεί προσεκτικά τον εκτροχιασμό του «ψυχικού» κόσμου, που καλπάζει σαν αφηνιασμένο άλογο πάνω από χαράδρες και γκρεμούς. Εντελώς ανίκανη να αντιδράσει.
Καθόταν ώρες ολόκληρες στην ξύλινη καρέκλα στη μικρή αυλή.
Οι γαρδένιες είχαν αρχίσει να μαραίνονται και σκορπούσαν στον αέρα ένα απροσδιόριστο χαρμάνι μούχλας και ανεμικού οργασμού.
Τα αντικείμενα μέσα στη νύχτα πάλευαν να αναγνωρίσουν το ένα το άλλο.
Σχεδόν άηχη νύχτα.
Μόνο οι νυχτερινοί ψίθυροι κάποιων πλασμάτων της, κι ο ελαφρύς κυματισμός της θάλασσας διέκοπταν κάπου κάπου τούτη τη σιωπή. Μα ακούγονται όλοι τούτοι οι ήχοι τόσο επαναλαμβανόμενα μονότονοι, που σε λίγο χρόνο «αφομοιώνονται» με την σκοτεινή σιωπή της νύχτας.
Είχε τεντώσει το αυτί ψάχνοντας, λες και περίμενε ν’ ακούσει κάποιο τρομαχτικό μυστικό απ’ τ’ αστέρια. Φόβος τον κυρίευε στην προσμονή αυτού του μυστικού..
Στο παράθυρο δεν φαινόταν τίποτα.. καμιά κίνηση, ούτε καν μια μικρή μετακίνηση αέρα δεν φαινόταν ικανή να ζωντανέψει τις λευκές κουρτίνες που κρέμονταν στο ανοιχτό παράθυρο.
Κοιμόταν τόσο γαλήνια και ήσυχα… Αυτό πρόδιδε ο ρυθμός της ανάσας της. Τίποτα στο σώμα της δεν φανέρωνε καμιά ταραχή. Ένα άρωμα ολόγλυκο από ρόδα και γιασεμιά γλιστρούσε απ’ το κορμί της και ξεχυνόταν στη νύχτα για ν’ αποκρεμαστεί στα βαριά κλαδιά των δέντρων, ή ν’ ακουμπήσει και να σκεπάσει απαλά στα νυσταγμένα πέταλα των λουλουδιών.
Κι όταν πέρα κατά την αυγή ο νέος ήλιος γλυκοκοκκίνιζε τον ουρανό, σκέπαζε το κεφάλι με τα σκεπάσματα αρνούμενη πεισματικά να δει το φως του…

Γιώργος Χρηστάκης