Στον μυστικό κήπο με τους ασφοδέλους,
πώς μου ήρθε κάποτες παιδί ακόμα να φυτέψω εγώ ένα τριαντάφυλλο.
Ήταν το μονοπάτι τέτοιο, με καλούσε.
Σαν από παραμύθι παιδικό βγαλμένο
το φιδογυριστό δρακίσιο του κορμί.
Έλεγα –να! Τώρα στο πλάι θα φανεί
σκυφτή η γιαγιά με χούφτες φράουλες και κράνα.
Κι η αλεπού με το ολοπλούμιστο κοστούμι της,
μόνο ένα βήμα μακριά της.
Άγιοι δαίμονες,
πώς με ξεχάσατε στην ύστερη ζωή μου;
εγώ τριαντάφυλλα σας έδινα.
Ξεχάσατε;
Κάτω από πέτρινους σταυρούς και άδεια μνήματα.
Οι πεθαμένοι του χωριού ποτέ δεν κείτονται
εκεί που η σύντομη η ανθρώπινη η μνήμη τους παράχωσε.
Μου ψιθυρίζουν παραμύθια και με γεύονται,
σαν η ζωή μου να ναι ολότελα δική τους.
Τους τη χαρίζω...
άλλωστε μου δωσαν κι εκείνοι
την ικανοποίηση να φυτεύω τριαντάφυλλα στον κήπο τους. 

Τ.Η.