Ο πίνακας που κρεμόταν στον τοίχο είχε τραβήξει την προσοχή μου.
Οι πράσινοι λόφοι, τα λιβάδια με τα πολύχρωμα λουλούδια, οι βράχοι που μάχονταν τη θάλασσα.
Κοιτώντας την εικόνα μπορείς να κατανοήσεις και την ψυχή των ανθρώπων που κατοικούν εκεί. Το λόγο που είναι από εκεί…
Είναι πολύ σημαντικό να προέρχεσαι «από κάπου» και να κατανοείς το λόγο της προέλευσής σου… Το χρέος σου…
Όμως κάτι έλειπε από τον πίνακα… Αν είχες μελετήσει γεωγραφία μπορούσες να αναγνωρίσεις πως από τούτο το όμορφο τοπίο έλειπαν «οι καταπότες», εκείνα τα μακρόσυρτα αυλάκια νερού που χάνονταν στο χώμα. «Οι καταπότες» είναι μακριοί και στενοί, μοιάζουν μικρά ποτάμια που εύκολα διακρίνεις, σαν σε όνειρο, την απέναντι όχθη τους.
Ο τόπος δεν είχε ποτάμια, είχε όμως μεγάλα ρυάκια, και θαλασσινούς κόλπους.
Αλλά ας επιστρέψω στη περιγραφή του πίνακα:
Δυό πράσινοι λόφοι, μια πλατιά κοιλάδα που την γλείφει η θάλασσα. Πέρα μακριά άγριοι βράχοι κι αυτή η ζηλιάρα θάλασσα που πεθαίνει κάθε μέρα από έρωτα, χωρίς να πεθαίνει…..
Ίσως είμαι φλύαρος, μα δεν με κυνηγάει ο χρόνος.
Φαινόταν ακόμη, ένα αχνό σιγοψιχάλισμα, που δρόσιζε και γλύκαινε την αγριάδα του τοπίου. Φανταζόμουν τις κορυφές των λόφων να αχνίζουν, τον άσπρο αφρό της θάλασσας, μια ομίχλη που σκέπαζε τους θαλασσινούς κόλπους , μα πάνω απ’ όλα φανταζόμουν τη βροχή, κι άκουγα το μονότονο γλίστρημα του νερού στις πλαγιές και στη θάλασσα…

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί βρέχει ο Θεός στη θάλασσα…..

Γιώργος Χρηστάκης